• Εγώ θα πάω αυτό το καλοκαίρι στους Παξούς!
Η Μαριανίκη ήταν αποφασισμένη αυτό το καλοκαίρι να επισκεφτεί τη συνονόματη γιαγιά της. Είχε να πάει πολλά χρόνια στους Παξούς και φέτος είχε μεγάλη επιθυμία να το πραγματοποιήσει. Στην Αθήνα ένιωθε σαν θηρίο μέσα στο κλουβί (και όχι δυστυχώς από ερωτικές αναταράξεις) και ειδικά τώρα που είχε εξεταστική νόμιζε ότι θα εκραγεί.
Όχι άδικα, καθώς δεν της είχε πάει τίποτα καλά αυτή τη χρονιά. Συγκεκριμένα, στις αρχές του έτους πέθανε ο παππούς της. Δυο μήνες αργότερα η μητέρα της αρρώστησε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το Πάσχα ανακοίνωσαν στον πατέρα της ότι αναγκάστηκαν να τον απολύσουν λόγω περικοπών στη δουλειά.
Τώρα η Μαριανίκη είχε πιάσει και δουλειά και μάλιστα ανασφάλιστη και ήταν αναγκασμένη να ανέχεται τη σεξιστική συμπεριφορά πολλών πελατών, καθώς ήταν σε θέση που εκτίθετο περισσότερο. Ήταν πορτιέρης σε νυχτερινό κλαμπ της παραλιακής και καθώς ήταν ψηλή και πανέμορφη, όλοι την έβλεπαν και έμεναν άναυδοι. Καθόλου άδικα. Έμοιαζε στο πρόσωπο με τη θεά Αφροδίτη, όπως της είχε πει ένας πελάτης σε ένα πολύ όμορφο κομπλιμέντο. Τα μακριά, ξανθά της μαλλιά έφταναν ως τη μέση και συχνά τα ανακάτευε, προκαλώντας ρίγη και ερωτικές αναταράξεις στον ανδρικό πληθυσμό.
Τα μάτια της ήταν γαλάζια όπως τα νερά των Αντιπάξων. Είχαν αυτό το εξωτικό χρώμα που μαγνήτιζε τα βλέμματα και «παγίδευε» σε αυτά κάθε ανδρική επιθυμία.
Ωστόσο, πέραν αυτών, η Μαριανίκη διέθετε πλούσια πνευματική καλλιέργεια. Συγκεκριμένα, αγαπούσε το διάβασμα, το θέατρο και το χορό και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην αρχαία ελληνική μυθολογία.
Στον ελεύθερό της χρόνο αυτοσχεδίαζε αναπαριστώντας χαρακτήρες από θεατρικά έργα στα οποία συχνά προσκαλούσε φίλους και φίλες της. Τώρα, λοιπόν, ήταν αναγκασμένη να δουλεύει 10ωρα και τη νύχτα να διαβάζει για την εξεταστική της. Ονειρευόταν να πάει στο νησί και να δει ξανά τις τοπικές παραλίες. Τώρα, φανταζόταν ότι είναι στην παραλία του Ορκού, μια από τις λίγες παραλίες που, ακόμα και σήμερα, είναι απρόσιτη από αυτοκίνητο.
Μπροστά της απλωνόταν η παραλία, με την ήσυχη θάλασσα να καθρεφτίζει τον ήλιο στην επιφάνειά της σαν πολύτιμα διαμάντια που φεγγοβολούν. Φανταζόταν, επίσης, τις βάρκες να διασχίζουν την παραλία και να κάνει μακροβούτια ακούγοντας τη μηχανή τους να βουίζει σαν μέλισσα στα αυτιά της. Παράλληλα, έβλεπε τα σπιτάκια των Ιταλών που έμεναν εκεί και τους ανθρώπους που γνώριζε εκεί από παλιά να έρχονται στην παραλία και να μιλάνε, να γελάνε και να περνούν όμορφα.
Τώρα ονειρευόταν ότι ήταν στους Αντιπάξους, με τα χαρακτηριστικά καταγάλανα νερά και την κατάξανθη, ψιλή άμμο. Φανταζόταν ότι λιάζεται στον ήλιο και διαβάζει το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Τώρα σκεφτόταν ότι όλη η παραλία ήταν μια θεατρική σκηνή και μπορούσε σε αυτή να ανεβάσει σε μιούζικαλ το παραπάνω έργο. Οι γυναίκες θα χόρευαν για την Ιουλιέτα, οι άνδρες θα παρίσταναν το Ρωμαίο και τα παιδιά θα σχημάτιζαν μια χορωδία η οποία θα τσαλαβουτούσε στα νερά χορεύοντας και τραγουδώντας.
Εκείνη θα συμμετείχε στην παράσταση στους πολλαπλούς ρόλους της σκηνοθέτιδας, σεναριογράφου και ηθοποιού. Ναι, αυτό θα ήταν το όνειρό της. Τώρα ήταν σίγουρη πλέον. Επανήλθε στην αθηναϊκή πραγματικότητα όταν χτύπησε το κινητό της. Ήταν η Νικολέτα, η καλύτερή της φίλη.
• Έλα, τι κάνεις; Καλά είσαι;
• Καλά είμαι βρε, προσπαθώ να διαβάσω για την εξεταστική μου.
• Θες να βγούμε απόψε για ποτό; Θα είναι και ο Θανάσης που είχες γνωρίσει τις προάλλες.
• Μμμμ, δεν ξέρω ρε γαμώτο. Θέλω πολύ να έρθω αλλά έχω πολύ διάβασμα. Αν είναι όμως ο Θανάσης…
Είχε γνωρίσει το Θανάση στους Παξούς πέρσι το καλοκαίρι. Είχαν πάει στην Κακή Λαγκάδα οικογενειακά για μπάνιο και τον είδε να μπαίνει στη θάλασσα. Ήταν ψηλός, καλογυμνασμένος, με έντονους μύες και κοιλιακούς. Στη θάλασσα μίλησαν αρκετά και της άρεσε η προσωπικότητά του. Φαινόταν άτομο ευγενικό, σεμνό, φιλότιμο, συνειδητοποιημένο για τους στόχους και τις αξίες του. Βαθμιαία ένιωσε συναισθήματα γι’ αυτόν (και κάποιες εσωτερικές ερωτικές αναταράξεις) αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να τον ξαναδεί εκεί. Εκείνος δούλευε στο νησί όλο το καλοκαίρι και μόνο εκείνη τη μέρα ξέκλεψε λίγο χρόνο να πάει για ένα μπάνιο.
Τώρα που γνώριζε ότι θα ήταν κι αυτός εκεί έμπαινε σε μεγάλο πειρασμό. Από τη μια πλευρά είχε την εξεταστική, από την άλλη ήθελε και να ξεκουραστεί από το συνεχές τρέξιμο… Όμως η καρδιά της είχε άλλες επιθυμίες. Συνεπώς, ακολούθησε το ένστικτό της, όπως και κάθε άλλη φορά που δυσκολευόταν να πάρει μια απόφαση.
• Λοιπόν, το αποφάσισα. Θα έρθω απόψε.
• Τέλεια, θα περάσουμε όμορφα. Ραντεβού στις 8 στο θησείο.
• Έγινε φιλενάδα, τα λέμε εκεί.
• Τα λέμε.
Η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα από τρένο υψηλών ταχυτήτων, οι ερωτικές αναταράξεις εντός της φούντωναν με κάθε λεπτό που περνούσε. Ήταν πολύ ενθουσιασμένη που θα ξαναέβλεπε το Θανάση. Γρήγορα αφοσιώθηκε στο διάβασμα.
Το βράδυ ετοιμάστηκε και βγήκε. Φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα που είχε αγοράσει στους Παξούς από ένα γνωστό μαγαζί. Έλαμπε ολόκληρη και ήταν τέτοια η γοητεία της που δεν περνούσε από πουθενά απαρατήρητη.
Έφτασε στο ραντεβού ένα τέταρτο νωρίτερα. Άναψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε γρήγορα, σαν να ήταν μαθήτρια που κάπνιζε κρυφά στο σχολείο. Καθώς πλησίαζε η ώρα να δει το Θανάση ένιωθε να ιδρώνει, τα χέρια της να τρέμουν και το πρόσωπό της να ασπρίζει, οι ερωτικές αναταράξεις έφτασαν στο ζενίθ τους. Άκουσε την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει. Έσβησε το τσιγάρο της και φύλαξε τη γόπα για να την πετάξει στα σκουπίδια. Τώρα ήταν η κρίσιμη ώρα. Όπου να ‘ναι θα έρχονταν.
Ξαφνικά άρχισε να την κυριεύει ο τρόμος. Πώς να ήταν άραγε; Μήπως δεν ήταν αρκετά όμορφη για εκείνον; Μήπως δεν την ήθελε αυτός; Μήπως είχε κάποια άλλη σχέση; Και πού ήταν τόση ώρα; Γιατί δεν είχαν έρθει;
Ξαφνικά κάτι την άγγιξε απαλά στην πλάτη. Ένα αόρατο χέρι πλανήθηκε στο πρόσωπό της και της την χάιδεψε απαλά.
• Α, εδώ είσαι; Περίμενες ώρα;
Γύρισε και είδε τη Νικολέτα. Πήρε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Και δίπλα της ήταν ο Θανάσης.
Στη θέα του τα έχασε. Τώρα ένιωθε ότι ήθελε να το βάλει στα πόδια. Ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης και να μην ξαναδεί το φως του ήλιου. Ήθελε …
• Εγώ … όχι … μόλις ήρθα … ψέλλισε με φωνή που έτρεμε.
• Α, ξέχασα, μα πού είναι το μυαλό μου πια; Από εδώ ο Θανάσης. Έχετε ξαναγνωριστεί, νομίζω.
• Γεια σου Μαριανίκη. Τι κάνεις; Είσαι καλά;
Ο Θανάσης ήταν πιο όμορφος απ’ ό,τι τον θυμόταν. Είχε αδυνατίσει, φορούσε ένα μπλε ηλεκτρίκ πουκάμισο και ένα μαύρο μακρύ παντελόνι. Επίσης είχε κάποιο άρωμα το οποίο της ήταν γνώριμο, χωρίς να ξέρει από που…
Σιγά σιγά βρήκε την αυτοκυριαρχία της και άρχισε να επανέρχεται στην πραγματικότητα.
• Καλά είμαι, Θανάση. Εσύ τι κάνεις;
• Μια χαρά κι εγώ. Πάμε μια βόλτα;
• Βεβαίως, αν το θες κι εσύ.
Ξεκίνησαν, λοιπόν, τη βόλτα τους ανεβαίνοντας τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Έκανε αρκετή ζέστη, παρότι είχε σουρουπώσει και ένα τζιτζίκι ακουγόταν να τραγουδάει. Καθώς προχωρούσαν, άκουσαν από κάπου να ακούγεται μουσική και στάθηκαν για λίγο. Ήταν το «Σημάδι» σε σύνθεση Μάριου Τόκα και εκτέλεση Γιάννη Πάριου που το τραγουδούσε μια κοπέλα και ένας νεαρός έπαιζε στο πιάνο τις μελωδίες.
• Αχ παίζουν μουσική. Να καθίσουμε να τους ακούσουμε; πρότεινε με μεγάλη επιθυμία η Μαριανίκη καθώς οι ερωτικές αναταράξεις μέσα της την πίεζαν ολοένα και περισσότερο.
• Βεβαίως, καμία αντίρρηση, απάντησε ο Θανάσης.
Κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο και άκουγαν τη μουσική. Σταδιακά η Μαριανίκη τον πλησίασε και έγειρε κοντά του. Εκείνος την είδε και της χάιδεψε το κεφάλι. Εκείνη την ώρα μπήκε το ρεφρέν:
« Μα το σημάδι στο λαιμό μου…»
Τότε βρέθηκαν να φιλιούνται παθιασμένα ο ένας με τον άλλο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ρεφρέν φιλιόντουσαν μεταξύ τους. Η Μαριανίκη τώρα ένιωθε σαν να είχε πάει στον παράδεισο. Ο Θανάσης, από την πλευρά του, βρισκόταν στον έβδομο ουρανό.
Ξαφνικά η Μαριανίκη αποτραβήχτηκε.
• Συ… συμβαίνει κάτι; της απάντησε ο Θανάσης.
• Όχι, όχι απλά αναρωτιέμαι… η Νικολέτα πού είναι;
• Καλό ερώτημα, απάντησε εκείνος.
Και ξανάρχισαν να φιλιούνται παθιασμένα. Τώρα έπαιζε το τραγούδι «Τι πάθος», σε μουσική και στίχους του Δημήτρη Λάγιου. Κανείς όμως δεν πρόσεχε το τραγούδι. Όλοι κοιτούσαν το ερωτευμένο ζευγάρι.
Εκείνοι το κατάλαβαν και σταμάτησαν να φιλιούνται.
• Πάμε σπίτι μου; είπε ο Θανάσης.
• Βεβαίως, απάντησε η Μαριανίκη.
Τώρα ήταν αγκαλιασμένοι και πιασμένοι από το χέρι. Τα συναισθήματά τους ήταν σαν την ανθισμένη φύση την άνοιξη. Έμοιαζαν με δυο πουλιά που είχαν βρει το έτερό τους ήμισυ.
• Πάντοτε σε αγαπούσα, έσπασε τη σιωπή η Μαριανίκη.
• Κι εγώ. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Σε σκεφτόμουν συνέχεια, μου είχες γίνει έμμονη ιδέα.
• Αλήθεια; Και πως και δε μου μίλησες;
• Δεν ξέρω… Ντρεπόμουν πολύ να κάνω την πρώτη κίνηση. Ωστόσο έχω ετοιμάσει κάτι.. είπε κι έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη του.
• Τι είναι αυτό;
• Όσα δεν μπορούσα να σου πω από κοντά. Ελπίζω να σου αρέσει.
Η Μαριανίκη άνοιξε το χαρτάκι και άρχισε να διαβάζει:
Ο ήλιος ανατέλλει
Το κορμί μου σε θέλει
Τα βλέφαρά μου ανοίγω
Στο φως που με πνίγει
Η μέρα χαράζει
Ο ήλιος σου μοιάζει
Ακτίνες που λάμπουν
Τα βλέφαρά σου νά βρουν
Το σώμα μου αγγίζεις
Το άρωμά μου μυρίζεις
Τριαντάφυλλα βγαίνουν
Πλημμυρίζουν και υφαίνουν
Τα κορμιά μας πάλλονται
Σαν τον ήλιο αγάλλονται
Μεγάλες συσπάσεις
Στου κόσμου τις επάλξεις
Στον ουρανό φτάνουμε
Οι δυο μας σαν ένα
Σαν σύννεφα νιώθουμε
Δυο σώματα ενωμένα.
Η Μαριανίκη κατακοκκίνισε.
• Μα αυτό είναι υπέροχο! Εσύ το έγραψες;
• Σε ευχαριστώ πολύ. Ναι, εγώ το έγραψα. Χαίρομαι πολύ που σου αρέσει.
• Ναι, είναι υπέροχο. Τόσο πλούσιο σε εικόνες και συναισθήματα.
• Σε ευχαριστώ πολύ.
Στο μεταξύ είχαν φτάσει στο σπίτι του Θανάση. Μπήκαν γρήγορα και πήγαν στην κρεβατοκάμαρα ενώ φιλιόντουσαν. Τα κορμιά τους ξεχείλιζαν από πάθος και γρήγορα ήταν γυμνοί στο κρεβάτι. Μόλις ολοκλήρωσαν και κόπασαν οι ερωτικές αναταράξεις, η Μαριανίκη κοιμήθηκε και ο Θανάσης τη σκέπασε με ένα σεντόνι και μπήκε για ντους. Γυρνώντας πίσω τής έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Την επόμενη μέρα ξύπνησε η Μαριανίκη από τα χαράματα. Δεν ήξερε που βρισκόταν. Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε κάνει την προηγούμενη ημέρα και δεν μπορούσε.
Τελικά γυρίζει πλευρό και βλέπει το Θανάση που ροχάλιζε.
Του δίνει ένα φιλί στο μέτωπο και πάει στο μπάνιο. Μετά το ντους πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Ωστόσο εκεί την περίμενε ακόμα μια έκπληξη.
Ένας μεγάλος δίσκος με φρυγανιές με βούτυρο και μέλι ήταν έτοιμος σε ένα πιάτο σκεπασμένο. Υπήρχε ένα σημείωμα που έγραφε:
« Αγάπη μου,
Εάν διαβάζεις αυτό το σημείωμα, έχεις σηκωθεί πολύ νωρίς κι εγώ κοιμάμαι. Μπορείς να φας φρυγανιές. Επίσης, αν θες να φτιάξεις, έχει καφέ στην καφετιέρα και τσάι στην τσαγιέρα.
Φιλάκια,
Θανάσης».
Έφτιαξε καφέ και βγήκε έξω στο μπαλκόνι. Άναψε τσιγάρο και το κάπνισε πίνοντας παράλληλα τον καφέ της. Όταν τελείωσε έμεινε λίγο να αφουγκραστεί.
Οι ερωτικές αναταράξεις του περασμένου δειλινού έκαναν την μαγευτική θέα από το μπαλκόνι ακόμα πιο μαγευτική. Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει και στον ουρανό φαίνονταν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Μερικά σύννεφα συμπλήρωναν το όμορφο θέαμα, καθώς παιχνίδιζαν με τις ακτίνες του ήλιου, δημιουργώντας όμορφα σχήματα. Κάποια από αυτά ήταν λευκά, σαν το χρώμα του χιονιού το χειμώνα, ενώ άλλα ήταν γκρι, σαν τις βρώμικες πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας.
Σκέφτηκε χιόνι κι ονειρεύτηκε το χειμώνα που αργούσε να έρθει. Θυμόταν πόσο όμορφα περνούσε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά όταν μαζευόταν όλη η οικογένεια μπροστά στο τζάκι και έλεγαν ιστορίες, γελούσαν και έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια.
Όταν ξύπνησε ο Θανάσης ήταν μόνος στο σπίτι. Αρχικά ανησύχησε, στη συνέχεια, όμως, μπήκε για ντους. Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και αμέσως μετά το τηλέφωνό του. Βγήκε γρήγορα από το μπάνιο με τις σαπουνάδες και έτρεξε να απαντήσει.
Ήταν η Μαριανίκη. Αμέσως της άνοιξε και συνέχισε το μπάνιο του. Μόλις βγήκε και ντύθηκε, πήγε στην κουζίνα. Εκεί βρισκόταν την αντίκρυσε κρατώντας μια δερμάτινη τσάντα.
• Αυτό είναι για σένα.
• Για μένα; Τι; Μου πήρες δώρο; Ευχαριστώ πολύ, δεν ήταν ανάγκη.
• Άνοιξε γρήγορα την τσάντα και το περιτύλιγμα και μόλις αντίκρυσε το δώρο του έμεινε άναυδος.
• Τα άπαντα του Οδυσσέα Ελύτη. Υπέροχο! Αχ σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Το έψαχνα παντού! Πού το βρήκες;
• Σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο κέντρο. Αχ, χαίρομαι πολύ που σου αρέσει!
• Σε αγαπώ πολύ αγάπη μου!
• Κι εγώ σε αγαπώ καρδιά μου!
.-
ΤΕΛΟΣ