Για τα βιβλία που για κάποιο λόγο δεν μας αρέσουν, δεν πρέπει να μασάμε τα λόγια μας. Αλλά μέχρι που είναι επιθυμητό να φθάσει η απαρέσκεια μας και οι αναπόφευκτες διχογνωμίες μεταξύ αναγνωστών; Εξαρτάται από τον συγγραφέα.
Αν πρόκειται για τη ροζ γυναικεία "λογοτεχνία" τύπου Λένας Μαντά, Χρ. Δημουλίδου και άλλων παρόμοιας εμβέλειας, ή για πιο σοβαρούς συγγραφείς αλλά εξίσου υπερτιμημένους όπως η Ζυράννα Ζατέλη, ο Αύγουστος Κορτώ και άλλοι, νομίζω η κριτική του Χουάν Γκαρσία Μαδέρο, βασικού χαρακτήρα στο βιβλίο "Οι Άγριοι Ντετέκτιβ" του Ρομπέρτο Μπολάνιο όταν διαβάζει ένα ποίημα, μπορεί να μας δώσει ένα καλό έναυσμα:
"Την πρώτη φορά που το διάβασα (πριν από μερικές ώρες) δεν μπορούσα να μην κλειδωθώ στο δωμάτιό μου και να αυνανιστώ απαγγέλοντάς το, μια, δυο, τρεις, μέχρι και δέκα ή δεκαπέντε φορές...". Αναφέρεται σε ένα ποίημα, αλλά επεκτείνοντας τον ενθουσιασμό του φθάνουμε και στην πεζογραφία με τα ίδια θεαματικά αποτελέσματα.....
Λίγο παρακάτω όμως έρχεται στα συγκαλά του: "Δεν μπορώ να περάσω τη ζωή μου τραβώντας μαλακία". Κάπως έτσι πρέπει να είναι και η διάθεσή μας έναντι των κακών βιβλίων. Είναι απλώς μιας (συγκεκριμένης) χρήσης, η οποία κοστίζει σε χρόνο.
Όταν βρίσκεσαι σε μια παρέα ποτέ δεν πρέπει ν' αποκαλύπτεις τις αναγνωστικές σου συνήθειες. Είναι προτιμότερο να μιλάς, με όση οίηση και ξιπασιά διαθέτεις για τις ερωτικές σου συνήθειες, το ερωτικό σου ιστορικό, παρά να μιλάς για τις αναγνωστικές σου προτιμήσεις, για αγαπημένους συγγραφείς, για υπερτιμημένους συγγραφείς, κυρίως δε να μη σχολιάζεις τα αναγνωστικά γούστα των άλλων καθώς αν συμβεί αυτό είναι ενδεχόμενο να προκύψουν τα εξής ζητήματα: Πρώτον, η οίηση να καταβάλλει εσένα και να προβείς έτσι σε μια άχρηστη επίδειξη των αναγνωστικών σου ικανοτήτων ή της γενικότερης παιδείας σου, το οποίο θα σε καταστήσει αγενή ή αντιπαθητικό στα μάτια της παρέας.
Δεύτερον, δεν πρέπει να προβείς σε αρνητικό σχολιασμό των αναγνωστικών προτιμήσεων των άλλων, όσο κι αν σε καίει το ζήτημα, όσο κι αν νιώθεις πως σε πνίγει το δίκιο ως έμπειρου αναγνώστη που έχει λιώσει πάνω από εκατομμύρια σελίδες αναζητώντας μοναδικές μοναχικές ευτυχισμένες στιγμές. Και σ' αυτό το σημείο, αν επιβάλεις το δίκιο σου, θα πυροδοτήσεις διχογνωμίες μεταξύ αναγνωστών, ενδέχεται να γίνεις αντιπαθής, ίσως περισσότερο από την πρώτη περίπτωση εφόσον αμφισβητείς ευθέως τις αναγνωστικές προτιμήσεις του άλλου, με άλλα λόγια έχεις φθάσει στο σημείο να τον θεωρείς μπροστά στα μούτρα του αδαή, άγευστο, ίσως και αγράμματο, έχεις φθάσει ν' αμφισβητείς τον δικό του τρόπο κάλυψης του ελεύθερου χρόνου του, σχεδόν έχεις υπονομεύσει το δικαίωμα του στη ζωή και στο σφάλμα. Δεν παίζουμε, δίχως να λάβουμε υπόψη όλες τις πιθανές παραμέτρους, με την αναγνωστική υπόσταση του άλλου διότι τότε εισερχόμαστε στα άδυτα της πιο μύχιας υπαρκτικής του κατάστασης: εκείνης του εαυτού έναντι του βιβλίου.
Αλλά ούτε μπορείς και να σιωπήσεις ενώπιον του δικού σου εαυτού καθώς τότε θα αυτοκατηγορηθείς ως αμφισβητίας των δικών σου επιλογών. Στη μάχη για την ύπαρξη υπάρχουν νικητές και ηττημένοι και οι διχογνωμίες μεταξύ αναγνωστών είναι αναπόφευκτες τελικά. Προχθές λοιπόν στην παρέα ήλθε, αναγκαστικά αφού είχαν εξαντληθεί όλα τα θέματα η συζήτηση για τα βιβλία και τα διαβάσματά μας αυτόν τον καιρό. Πιστός στις απόψεις μου δεν μίλησα, αλλά μίλησαν οι άλλοι και ανάμεσα στους συγγραφείς που διάβαζαν αυτόν τον καιρό ήταν και ο Αύγουστος Κορτώ τον οποίον εκθείαζαν, περίπου, ως μεγάλο σύγχρονο συγγραφέα. Ένα από τα ελαττώματα μου είναι πως δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξη μου όταν αισθάνομαι πως ανατρέπονται οι αρχές της καλαισθησίας της γραφής- δεν είναι θέμα βαθιάς κριτικής αποτίμησης ενός συγγραφικού έργου, είναι απλά η χρήση της κοινής λογικής. Ο Κορτώ έχει αρετές, κυρίως όσον αφορά τη μεταφραστική του δεινότητα, αλλά ως συγγραφέας είναι κάτι ανάλογο της Λένας Μαντά. Πληθωρικός ως προς τις πωλήσεις, όχι πληθωρικός ως προς την ουσία.
Την άποψη μου τη διατύπωσα στην παρέα δίχως κάποιον ιδιαίτερο φανατισμό, ούτε αναλύοντας περαιτέρω την, αυτονόητη για μένα, εξομοίωση των δύο προαναφερόμενων συγγραφέων, αλλά σκεπτόμενος πόσο αγώνα πρέπει να δίνει κανείς για τα αυτονόητα, ακόμη κι αν αυτά αφορούν αναγνωστικές συνήθειες που, σε τελική ανάλυση, ενδιαφέρουν ελάχιστους. Ήταν προφανές πως οι φίλοι μου περνούσαν την junk food περίοδο τους ως αναγνώστες, αλλά αν συνηθίζει κανείς την κακιά τροφή δυσκολεύεται αργότερα να αναγνωρίσει τις ευεργετικές συνέπειες της υγιούς πνευματικής διατροφής.
Αφήστε μια απάντηση