Η Μαρίνα από μικρή λάτρευε το θέατρο. Όταν ήταν 5 χρονών οι γονείς της την πήγαν σε μια παράσταση της Μελωδίας της Ευτυχίας και την είχε λατρέψει.
Έκτοτε, στον ελεύθερό της χρόνο διάβαζε θεατρικά έργα και ανέβαζε παραστάσεις μόνη της, με τις αδερφές της ή με φίλους. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, έμαθε και χορό και αντέγραφε τις χορογραφίες από διάσημα μιούζικαλ και τις έκανε ατέλειωτες πρόβες μόνη της στο σπίτι.
Ωστόσο, η ζωή της δεν ήταν εύκολη, καθώς η οικογένειά της ήταν φτωχή και δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα. Συνέπεια αυτού ήταν όταν τέλειωσε το δημοτικό να διακόψει το σχολείο και να αναγκαστεί να πιάσει δουλειά.
Αρχικά πρόσεχε μικρά παιδιά και παράλληλα διάβαζε ανελλιπώς θεατρικά έργα. Τα χρήματα ήταν λίγα, όμως η δουλειά της άρεσε πολύ και έβρισκε και χρόνο να εξασκεί τα χόμπι της. Μάλιστα, συχνά ενέπλεκε και τα παιδιά που πρόσεχε σε παιδικές παραστάσεις ή χορογραφίες, με μεγάλη επιτυχία.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο, καθώς οι γονείς παρατήρησαν τη βελτίωση των παιδιών τους τόσο στη συμπεριφορά όσο και στις επιδόσεις. Τα παιδιά αγάπησαν κι αυτά το θέατρο και το χορό και, με τον τρόπο αυτό, η Μαρίνα κατάφερε να τους μεταδώσει την αγάπη και την ομορφιά πίσω από τις παραστάσεις, καθώς και την ευχαρίστηση που ένιωθαν όλοι από το θεατρικό παιχνίδι.
Παράλληλα, αγαπούσε το σχολείο και τα μαθήματα και κάθε μέρα έβρισκε λίγο χρόνο για να μελετάει μόνη της την ύλη του σχολείου. Χάρη στην επιμονή και τη συγκέντρωσή της, αξιοποίησε πέρα από τα βιβλία και διάφορα βίντεο στο ίντερνετ τα οποία έδειχναν παραστατικά το αντικείμενο της διδασκαλίας, σαν παιχνίδι.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά. Στο τέλος του έτους η μητέρα της αρρώστησε βαριά και χρειάστηκε να περνάει τα βράδια μαζί της, καθώς τα αδέρφια της πήγαιναν να την προσέχουν τις υπόλοιπες ώρες.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ενώ ήταν στο νοσοκομείο, ο πατέρας της έπαθε έμφραγμα και χρειάστηκε κι αυτός νοσηλεία. Ευτυχώς ήταν στο ίδιο νοσοκομείο, οπότε τους έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο.
Καθώς τα έξοδα του νοσοκομείου ήταν μεγάλα, αναγκάστηκε να πιάσει και πρωινή δουλειά. Βρήκε κάπου απασχόληση ως σερβιτόρα και, παράλληλα, τα σαββατοκύριακα το απόγευμα έκανε μαθήματα χορού.
Η δουλειά ήταν δύσκολη και απαιτητική και το αφεντικό πολύ πιεστικό. Ωστόσο, η Μαρίνα είχε τον τρόπο της καθώς ήταν πολύ επικοινωνιακή με τους πελάτες και κατόρθωνε να ανταπεξέλθει με επιτυχία στα καθήκοντά της.
Σε περίπου μια εβδομάδα ο πατέρας της βγήκε από το νοσοκομείο και οι μεγαλύτερες αδελφές της έμειναν να τον προσέχουν, καθώς δεν επιτρέπονταν έντονες συγκινήσεις και σωματική δραστηριότητα. Τον φρόντιζαν ώστε να μην του λείψει τίποτα, κάθε μέρα πήγαιναν μια μεγάλη βόλτα μαζί του συζητώντας για διάφορα θέματα και συσφίγγοντας τις οικογενειακές τους σχέσεις.
Σε μια από αυτές τις βόλτες η Ελίζα, η μεγαλύτερη αδερφή της Μαρίνας έμαθε για μια εξωσυζυγική σχέση του πατέρα τους πριν από πολλά χρόνια. Ήταν πριν από πολλά χρόνια, όταν ο γάμος του με την Ιωάννα περνούσε κρίση και συνεχώς τσακώνονταν. Τότε είχε γνωρίσει τη Σοφία, μια όμορφη και νεαρή κοπέλα από τη δουλειά και αμέσως έκαναν πολύ καλή παρέα.
Βαθμιαία, καθώς η κατάσταση στο σπίτι ήταν άσχημη και ο Μιχάλης περνούσε όλο και περισσότερες ώρες στη δουλειά, δενόταν περισσότερο με τη Σοφία. Συχνά βρίσκονταν στη βάρδια μαζί, γελούσαν με τα ίδια αστεία και συνεργάζονταν εξαιρετικά.
Στην πορεία βγήκαν αρκετές φορές, αρχικά για καφέ, αργότερα για περπάτημα στην παραλία και για φαγητό. Εκεί ανακάλυψαν ότι είχαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα και όσο περνούσε ο καιρός περνούσαν όλο και περισσότερο χρόνο μαζί.
Βαθμιαία η έλξη μεταξύ τους δεν άργησε να εκδηλωθεί. Σε μια από αυτές τις βόλτες, ο Μιχάλης πήρε το θάρρος να εξομολογηθεί τα συναισθήματά του στη Σοφία. Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα, που ξεκίνησε με φαγητό στη Γλυφάδα και ακολούθησε μια βόλτα στην παραλιακή λεωφόρο.
Ο ήλιος ήταν καυτός παρότι είχε περάσει η ώρα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και δε φυσούσε καθόλου. Καθώς περπατούσαν στην παραλία, ο Μιχάλης έβγαλε ξαφνικά και έδωσε στη Σοφία ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Εκείνη αμέσως ενθουσιάστηκε, καθώς δεν περίμενε αυτή την έκπληξη.
Τότε της εκμυστηρεύτηκε τα συναισθήματά του για εκείνη. Παράλληλα, της έδωσε και ένα ποίημα που είχε γράψει, στο οποίο περιέγραφε με μεγάλη λεπτομέρεια το πως ένιωθε για εκείνη.
Το κόκκινο τριαντάφυλλο :
Η μέρα προβάλλει
Το φως ανατέλλει
Κι εγώ περιμένω
Το σώμα σου θέλω
Σε αγγίζω και λιώνω
Με εσένα που αγαπάω
Στο κορμί σου τελειώνω
Στην έκσταση μου επάνω
Μαζί περπατάμε
Μαζί κολυμπάμε
Οι δυο μας σαν ένα
Δυο σώματα ενωμένα
Περπατάμε στη φύση
Τίποτα δε θα μας χωρίσει
Κρατιόμαστε από το χέρι
Κυριακή μεσημέρι
Βρισκόμαστε στα άνθη
Ξαφνικά μαζεύω κάτι
Το βλέπω ολάκερο
Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Το μυρίζω και στο δίνω
Σαν άνοιξης κρίνο
Το βλέπεις και χαίρεσαι
Το μυρίζεις και το γεύεσαι
Το χαμόγελό σου πλαταίνει
Το πρόσωπό σου φωτίζεται
Το βλέμμα σου με πεθαίνει
Οι καρδιές μας ενώνονται
Φιλιόμαστε με πάθος
Μέσα στη φύση
Δυο σώματα ως ένα
Γυμνά μες στη δύση
Αφήστε μια απάντηση