157 λεπτά. 157 λεπτά, ήτοι 2 ώρες και 37 ολόκληρα λεπτά αποφάσισε ότι χρειάζεται ο αγαπητός κύριος Ridley Scott για να μας πει την ιστορία του οίκου Gucci. Μια ιστορία που μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι έτσι κι αλλιώς είναι λίγο messy.
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο της Sarah Gay Forden και όπως λέει ο τίτλος του είναι μια ιστορία δολοφονίας, παραφροσύνης, αίγλης και απληστίας (The House of Gucci: A Sensational Story of Murder, Madness, Glamour, and Greed).
Το House of Gucci είναι σαν μια ορχήστρα διαρθρωμένη από πολύ καλούς και έμπειρους οργανοπαίχτες, που όταν ξεκινάει η μουσική είναι σαν να ακολουθεί ο καθένας τους διαφορετικό μαέστρο. Αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση.
Η Lady Gaga, με την παράξενη περισσότερη σλάβικη παρά ιταλική προφορά της, ενσαρκώνει την Patrizia Reggiani και είναι το μόνο πράγμα που δένει την ταινία, ολόκληρο το εγχείρημα βγάζει νόημα χάρη σε αυτήν. Η κα. Reggiani γνωρίζει τον Maurizio Gucci (Adam Driver) και η ιστορία θα έχει το προδιαγεγραμμένο τέλος της. Πριν γίνει όμως αυτό η Lady Gaga μάς παίρνει από το χέρι και μας βάζει στα σαλόνια των Gucci για να μας πει μια ιστορία.
Με αυτόν τον ρόλο μπορούμε να σταματήσουμε να βλέπουμε την Lagy Gaga ως την τραγουδίστρια που αποφάσισε να κάνει και λίγη κινηματογραφική καριέρα, η Gaga-ηθοποιός ήρθε για να μείνει. Η Ακαδημία αποφάσισε προς έκπληξη όλων να μην είναι ανάμεσα στις πέντε υποψήφιες κυρίες για τον Α΄ Γυναικείο ρόλο.
Στο υπόλοιπο cast, έχουμε τον πιο άνευρο Adam Driver που έχουμε δει στην καριέρα του -ένας κάποιος άλλος Driver θα περνούσε την γροθιά του στη μεσοτοιχία να τον ξυπνήσει- και έχουμε έναν Jared Leto κυριολεκτικά κάτω από αρκετά κιλά latex να πρωταγωνιστεί σε μια εντελώς δική του παρωδία, δεν μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά ούτε δευτερόλεπτο.
Οι δύο senior Gucci, Al Pacino και Jeremy Irons, φέρνουν μια κάποια αίγλη παλιού κινηματογράφου, που προσπαθείς ανεπιτυχώς να την αξιολογήσεις με βάση το σύνολο της ταινίας και καταλήγεις να την περιφέρεις σαν εκείνο το βάζο που το αλλάζεις τραπεζάκια γιατί πολύ απλά δεν κολλάει πουθενά.
Αν η ταινία έκανε λιγότερο παρέα με τον Dariusz Wolski που ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής φωτογραφίας και δεν έπαιρνε τον εαυτό της τόσο στα σοβαρά και άραζε γαλαρία με όποιον έφτιαξε τη λίστα τραγουδιών για το soundtrack, θα είχαμε αυτό το σπάνιο αποτέλεσμα που κάτι είναι τόσο κακό που γίνεται τέλειο αυτόματα.
Μια ταινία από boomers για millennials που ενδεχομένως να απολαμβάνουμε κάποτε Κυριακές μεσημέρι στις μικρές μας οθόνες.
Υ.Γ. Το μόνο πράγμα που έχει τελικά συνοχή είναι πως και κανένας άλλος δεν πέτυχε την ιταλική προφορά.
Υ.Γ2. “Never confuse s*** with cioccolato. They may look the same, but the taste? Very different.”
– Jared Leto as Paolo Gucci
Αφήστε μια απάντηση