Η αρχή της ελληνικής βιομηχανίας συντελείται γύρω στο 1885 όπου έχουμε μια πρόοδο αρκετά γρήγορη για τα ελληνικά δεδομένα. Οι πρώτες βιομηχανικές ζώνες απαντώνται στον Πειραιά με το Σταμάτη Κλεάνθη και τον Έντουαρντ Σάουμπερτ, τους σχεδιαστές της Αθήνας και του Πειραιά, να χωροθετούν περιοχή με εργοστάσια σχεδόν πριν υπάρξει καν ουσιαστικά η βιομηχανία στην Ελλάδα. Η περιοχή αυτή είναι ο Άγιος Διονύσιος, η πρώτη βιομηχανική ζώνη του Πειραιά.
Μικρασιατική Βιομηχανία
Μετά το τέλος του μικρασιατικού πολέμου διπλασιάζονται οι βιομηχανικές μονάδες. Στον ελληνικό χώρο εισρέουν 1,5 εκατομμύρια προσφύγων οι οποίοι αφενός έχουν ανάγκη από εργασία και αφετέρου μπορούν να αποτελέσουν το καταναλωτικό κοινό για τα προϊόντα που παράγονται.
Στη Νέα Ιωνία της Αττικής τον Απρίλιο 1923 ο Ιωακείμ Πεσμαζόγλου από τη Μικρά Ασία και άλλοι συμπατριώτες του αποφάσισαν να ασκήσουν το επάγγελμα της ταπητουργίας, ένα επάγγελμα γνωστό σε πολλούς Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η περιοχή της Νέας Ιωνίας δε μοιάζει με προσφυγικό συνοικισμό άλλα με βιομηχανική εγκατάσταση.
Στην περιοχή λειτουργούν 3 μεγάλα ταπητουργεία: η Ελληνική Ταπητουργία, η Ανατολική Ταπητουργία και η Ταπητουργία Σπάρταλης. Το επάγγελμα της ταπητουργίας αγκαλιάστηκε από το κράτος, αλλά καθώς οι τάπητες αποτελούσαν προϊόν πολυτελείας, με την κρίση του μεσοπολέμου κατέρρευσε.
Και εγένετο φως
Το 1857 ο δήμος της Αθήνας παραχώρησε στον Φραγκίσκο Φεράλδη ένα οικόπεδο για να δημιουργηθεί το εργοστάσιο Φωταερίου στην περιοχή που τότε ακόμα δεν είχε λάβει το όνομα Γκάζι. Το εργοστάσιο ανοίγει το 1862 και δίνεται φως στους δρόμους στης Αθήνας που ήταν γύρω από τα Βασιλικά Ανάκτορα, σε στρατιωτικά οικήματα και στις κεντρικές οδούς. Όταν ο Σεπιέρης αναλαμβάνει το εργοστάσιο, το φωταέριο είναι σε ακμή και μπαίνει σαν ενέργεια στα σπίτια της πόλης. Από το 1930 ανθίζει ο ηλεκτρισμός και το εργοστάσιο παρακμάζει μέχρι το 1984 οπότε και κλείνει οριστικά.
Ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει
Μετά το 1949 συναντάμε καινούριες μονάδες και μπορούμε να ισχυρισθούμε πώς πλέον η ελληνική βιομηχανία έχει καταλάβει τις οικιακές απαιτήσεις. Οι ηλεκτρικές συσκευές είχαν μεγάλη ανάπτυξη ακόμα και για τα παγκόσμια δεδομένα. Επωνυμίες όπως Ιζόλα, Εσκιμό, Έλκο, Πίτσος, δίνουν μια νέα δυναμική, προσελκύονται ξένες επενδύσεις και συντελείται αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Συνακόλουθοι κλάδοι βιώνουν μεγάλοι άνθηση, όπως η μεταλλουργία, η χημική βιομηχανία, η βιομηχανία ελαστικών και πλαστικών.
Στην Πάτρα το 1919 ιδρύεται η «Πατραϊκή Εμποροβιομηχανική Εταιρεία» για την παρασκευή καλτσών και την βαφή και πώληση νημάτων με πρώτη ύλη αρχικά από το εξωτερικό. Μέχρι το 1960 η Πειραϊκή Πατραϊκή απασχολεί γύρω στους 3800 εργατοϋπαλλήλους ενώ το έγκριτο περιοδικό Times χαρακτήρισε το εργοστάσιο πρότυπο για κάθε ελληνική βιομηχανία.
Τα τροχοφόρα
Από 1943 έως το 1973, η ελληνική βιομηχανία βιώνει ένα οικονομικό θαύμα. Η αρχή γίνεται λόγω της μεγάλης ανάγκης για οχήματα και της συνακόλουθης προσπάθειας κατασκευής φτηνών φορτηγών. Το μεγάλο άλμα συντελείται από τη ΒΙΑΜΑΞ η οποία ξεκίνησε να κατασκευάζει αμαξώματα για μεγάλα οχήματα όπως λεωφορεία, είτε τουριστικά είτε αστικά, σε σύγχρονες εγκαταστάσεις. Τα νέα από το εξωτερικό ήταν θετικά, καθώς οι ξένοι βιομήχανοι ήταν από ενθουσιασμένοι έως φοβισμένοι λόγω της υψηλής ποιότητας αμαξωμάτων που μπορούσε να παράγει το ελληνικό εργοστάσιο.
Αποβιομηχάνιση
Η αποβιομηχάνιση ξεκινάει στον κεντρικό αναπτυγμένο κόσμο και χτυπάει την Κεντρική Ευρώπη και λίγο αργότερα τις ΗΠΑ. Οι αιτίες της εντοπίζονται στον ανταγωνισμό, στη δυνατότητα μεταφοράς και επικοινωνίας, στην εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης , στη διαμόρφωση της τιμής του προϊόντος. Η αποβιομηχάνιση στην Ελλάδα ξεκινά το 1973, κρατάει 20 χρόνια και αφήνει τις βιομηχανικές πόλεις έρημες με ανεργία και κοινωνικά προβλήματα.
Και σήμερα τι;
Στη Ελλάδα, και αυτό σε πλήρη αντίθεση με ότι συμβαίνει στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες, τα μνημεία τα αντιμετωπίζουμε από αρχαία έως βυζαντινά. Οτιδήποτε τοποθετείται έξω από αυτή την περίοδο το επίσημο ελληνικό κράτος δυσκολεύεται να το κατανοήσει. Ειδικότερα, ό,τι ξεφεύγει από ένα αυτό καθαυτό κτήριο δε μπορούμε να το διαχειρισθούμε.
Δοξιάδης - Ζενέτος: Δύο αρχιτέκτονες μιλούσαν χθες για το αύριο των πόλεων
Η κυρίαρχη στάση είναι να μην ασχολούμαστε με αυτό και ότι πρέπει να παραμείνει ακίνητο, θεωρώντας ότι έτσι θα διασωθεί και αγνοώντας ότι η ακινησία για ένα λειτουργικό μνημείο σημαίνει καταστροφή. Όσο αυτή η στάση αποτελεί την επίσημη πρακτική στη διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομίας, μια άλλη απώλεια συντελείται, χάνονται οι άνθρωποι που είναι σε θέση να διαχειριστούν αυτού του είδους τα αντικείμενα. Κατά συνέπεια, όσο αφήνουμε το χρόνο να κυλάει, δε θα έχουμε ανθρώπους κατάλληλους να αποδώσουν στα βιομηχανικά μνημεία τις λειτουργίες που εσωκλείουν.
Μέσα στην πόλη υπάρχει πληθώρα βιομηχανικών εγκαταστάσεων που παραμένουν ανενεργές. Είμαστε, επομένως, μπροστά στο δίλημμα τι τα κάνουμε όλα αυτά. Για χρόνια θεωρούνταν άσχημα, ερείπια που, επειδή είχαν και μια χρήση βιομηχανική, υποβαθμίζουν την πόλη. Η αδράνειά τους οδήγησε στο να δημιουργηθούν εστίες μόλυνσης και αυτό υπήρξε το βασικότερο επιχείρημα στο να απαλειφθούν. Τέτοια αντιπαράθεση συνέβη για διάφορα παλιά εργοστάσια, όπως του Κλωναρίδη και το ΦΙΞ στη Συγγρού.
Διασώζοντας τα βιομηχανικά μνημεία, διασώζουμε και ένα κομμάτι της ιστορίας και της μνήμης της ίδιας της πόλης και τα αποδίδουμε σε νέες χρήσεις που έχουμε εξίσου μεγάλη ανάγκη όπως σχολεία, χώρους πολιτισμού κλπ. Εδώ ανακύπτει ένα άλλο σοβαρό ζήτημα, τα παλιά εργοστάσια καταλαμβάνουν κατά κανόνα μεγάλες εκτάσεις, γεγονός που απαιτεί σημαντικά κονδύλια για τη διαχείρισή τους, η εξεύρεση των οποίων συχνά αποτελεί πρόβλημα.
Η επανάχρηση, τέλος, ενός παλιού εργοστασίου αφορά σχεδόν πάντα το αρχιτεκτονικό κομμάτι της βιομηχανικής κληρονομιάς, δηλαδή το κέλυφος. Ακυρώνουμε, συνεπώς, το βιομηχανικό χαρακτήρα του κτηρίου, το μνημείο παύει να είναι βιομηχανικό και μετατρέπεται σε αρχιτεκτονικό.
Μια καλή πρακτική συναντάμε στη διαχείριση του εργοστασίου φωταερίου στο γκάζι. Το εργοστάσιο ανακηρύσσεται διατηρητέο μνημείο αναφορικά τόσο με τα κτήρια όσο και με τον μηχανολογικό εξοπλισμό ώστε να γίνεται αντιληπτή η παραγωγική διαδικασία στο σύνολό της.
Μέσα στη δεκαετία του 90΄ ολοκληρώνονται οι διαδικασίες ανάπλασης του χώρου και το 2000 εγκαινιάζεται η Τεχνόπολη, η οποία διαθέτει χώρους για διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το 2013 εγκαινιάζεται το βιομηχανικό μουσείο φωταερίου, που έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε στη ερμηνευτική προσέγγιση που έπρεπε να δοθεί στο μνημείο, ώστε να γίνεται σαφής ο βιομηχανικός του χαρακτήρας.
Αφήστε μια απάντηση