Ο Μιχάλης ήταν δυόμισι χρόνια άνεργος. Από τότε που έκλεισε η υφαντουργία στην οποία δούλευε επί 20 χρόνια, αδυνατούσε να βρει απασχόληση.
Τον πρώτο καιρό δραστηριοποιούνταν πολύ έντονα. Καθημερινά αγόραζε την εφημερίδα και κύκλωνε συστηματικά τις αγγελίες που τον ενδιέφεραν. Στη συνέχεια, καλούσε τις εταιρείες προκειμένου να μάθει λεπτομέρειες για τη θέση εργασίας και να στείλει το βιογραφικό του.
Παράλληλα, διατηρούσε λεπτομερές αρχείο στον υπολογιστή του με τα βιογραφικά που έστελνε, τα στοιχεία των εταιρειών και τις συνεντεύξεις στις οποίες πήγαινε. Επιπλέον, είχε ειδοποιήσει συγγενείς, φίλους και γνωστούς για τη διαθεσιμότητά του στην αναζήτηση εργασίας.
Ωστόσο ποτέ δεν άκουσε από τα χείλη των υπευθύνων προσωπικού τη φράση «Συγχαρητήρια, προσλαμβάνεστε!». Αντίθετα, φράσεις όπως «θα σας ειδοποιήσουμε» (χωρίς να συμβαίνει κάτι τέτοιο), «είστε πολύ μεγάλος γι’ αυτή τη δουλειά», ή «Λυπάμαι, δεν διαθέτετε τα προσόντα για αυτή τη θέση», του ήταν παραπάνω από γνώριμες. Καθώς τα οικονομικά του ήταν περιορισμένα, είχε περιορίσει τις εξόδους σε όσες μπορούσε να αντέξει. Νοσταλγούσε τα ταξίδια στο εξωτερικό που πήγαιναν με τη γυναίκα του και ευχόταν μια ημέρα να είναι σε θέση να τα πραγματοποιήσουν ξανά.
Μετά από το πρώτο εξάμηνο είχε αρχίσει να απογοητεύεται. Κλείστηκε στον εαυτό του, έβγαινε σπάνια και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Σταμάτησε και το χορό που τόσο λάτρευε λόγω έλλειψης χρημάτων και έβλεπε όλη μέρα τηλεόραση. Είχε παχύνει και, συχνά, μεθούσε μόνος του στο σπίτι.
Η γυναίκα του η Μαρία, δούλευε στο δημόσιο και παράλληλα εισέπραττε ενοίκια από διαμερίσματα. Με τον τρόπο αυτό κατάφερναν να καλύψουν τα έξοδα του μήνα. Προσπαθούσε να τον παρακινήσει, βλέποντάς τον να δυσκολεύεται να διεκδικήσει κάτι καλύτερο στη ζωή του, αλλά εκείνος είχε παραιτηθεί.
Ώσπου το πρωινό εκείνης της Τρίτης χτύπησε το τηλέφωνο. Ταράχτηκε τόσο πολύ που λίγο έλειψε να χάσει την κλήση. Αμέσως συνήλθε και απάντησε. Είχε μόλις κλείσει την πρώτη του συνέντευξη μετά από περίπου 6 μήνες. «Αυτή η δουλειά είναι δική μου» αναφώνησε μόλις έκλεισε το τηλέφωνο. Είχε περίσσευμα ενθουσιασμού και δεν είχε άδικο.
Η θέση εργασίας ήταν σε εργοστάσιο κατασκευής επίπλων και η πολυετής προϋπηρεσία του ως εργάτης ήταν πολύτιμη. Καθώς η συνέντευξη ήταν σε περίπου δύο εβδομάδες, διέθετε άπλετο χρόνο στη διάθεσή του για να προετοιμαστεί κατάλληλα.
Αποφάσισε να διεκδικήσει αυτή την ευκαιρία με κάθε τρόπο. Ρώτησε φίλους και γνωστούς για την εταιρεία, καθώς και αν γνώριζαν κάποιον υπεύθυνο προσωπικά. Έψαξε κι ο ίδιος την επιχείρηση στο διαδίκτυο, συλλέγοντας μανιωδώς πληροφορίες, σαν ντέντεκτιβ και κρατούσε συνεχώς σημειώσεις. Ένιωθε σαν τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στις ταινίες που έβλεπε στην τηλεόραση τα βράδια.
Παράλληλα, έσπευσε για κούρεμα και ξύρισμα στον κουρέα της γειτονιάς. Η Μαρία σιδέρωσε το καλό του πουκάμισο και το παντελόνι του και τα κρέμασε προσεκτικά ώστε να είναι όλα έτοιμα από πριν.
Διάβασε πολλά άρθρα και κείμενα σχετικά με τις συνεντεύξεις και κράτησε πολύτιμες σημειώσεις, ώστε να πάει κατάλληλα προετοιμασμένος. Παράλληλα, παρακολούθησε σχετικά βίντεο στο διαδίκτυο, ώστε να εμφανιστεί όσο γινόταν πιο έτοιμος. Άρχισε γυμναστήριο και πήγαινε συχνά για περίπου μια ώρα. Ακόμα και τις ημέρες που δεν πατούσε εκεί, έβγαινε για ένα γρήγορο περπάτημα ή ένα τρέξιμο, ώστε να διατηρείται σε φόρμα.
Παράλληλα, έκοψε το αλκοόλ και περιόρισε το φαγητό το βράδυ. Κατάφερε σε αυτό το περιορισμένο χρονικό διάστημα να χάσει περίπου 10 κιλά, με συνέπεια λίγες ημέρες πριν από το κρίσιμο ραντεβού να χρειαστεί νέο παντελόνι. Οι συγγενείς και οι φίλοι του δεν τον αναγνώριζαν. «Φτου σου, μπαγάσα», του έλεγε ο ένας. «Πώς άλλαξες έτσι; Ομόρφυνες», του έλεγε ο άλλος. «Βρε, μήπως βρήκες γκόμενα;» τον πείραζε ένας τρίτος.
Την ημέρα της συνέντευξης παραδόξως ήταν πολύ ψύχραιμος. Ξύπνησε, έκανε μπάνιο, ίσιωσε το μαλλί και κοιτάχτηκε προσεκτικά στον καθρέπτη. Έκλεισε το μάτι στον εαυτό του, πήρε δυο βαθιές ανάσες και πήγε στο ραντεβού. Η εταιρεία ήταν στο κέντρο της πόλης, οπότε πήρε τη δημόσια συγκοινωνία. Καθώς ήταν καθημερινή, δεν περίμενε πολλή ώρα και έφτασε νωρίς.
Η συνέντευξη διήρκεσε περίπου μισή ώρα. Ο υπεύθυνος προσωπικού αποδείχθηκε ότι τον γνώριζε μέσω κάποιου γνωστού και τον είχε καλέσει χάρη και στην πολυετή προϋπηρεσία του.
Οι περισσότερες ερωτήσεις αφορούσαν το αντικείμενο της δουλειάς και τις προηγούμενες εταιρείες όπου είχε εργαστεί. Παράλληλα, έγινε μια συζήτηση σε βάθος αναφορικά με την ξυλεία και τεχνικά θέματα της δουλειάς. Χάρη στις γνώσεις και την κατάλληλη προετοιμασία του κατόρθωσε να απαντήσει σωστά σε όλες τις ερωτήσεις και να φανερώσει πόσο έμπειρος και καταρτισμένος είναι στο αντικείμενο.
Στο τέλος της συνέντευξης άκουσε επιτέλους αυτό το οποίο περίμενε όλα αυτά τα χρόνια. «Συγχαρητήρια, προσλαμβάνεστε!», και έλαμψε το πρόσωπό του.-
Αφήστε μια απάντηση