Όταν ήμασταν μικροί οι περισσότεροι από εμάς, αν όχι όλοι, όταν μας ρωτούσαν «τι θέλουμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε» είχαμε μία απάντηση. Άλλος ήθελε να γίνει γιατρός, άλλος δάσκαλος, άλλος τραγουδιστής. Και το πίστευε πως θα γίνει. Σε ένα παιδικό μυαλό η πιθανότητα της αποτυχίας δε χωράει. Τα παιδιά ονειρεύονται δίχως όρια.
Όλοι έχουν στο μυαλό τους ένα επάγγελμα ή μία ιδιότητα που θα «πρέπει να κυνηγήσουν» και εντέλει να επιτύχουν για να έχουν μία καλή ζωή.
Πριν καν ενηλικιωθούμε αναγκαζόμαστε να επιλέξουμε το επάγγελμα που θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας. Πρέπει να συμπληρώσουμε το μηχανογραφικό μας με απόλυτη σοβαρότητα και σιγουριά. Οι περισσότερες από τις επιλογές σε αυτό είναι επιπόλαιες, βιαστικές, επιλογές άλλων, πάντως σπάνια γίνονται με σύνεση και σταθερότητα. Έτσι λοιπόν, ξεκινάμε ένα ταξίδι ετών ώστε να καταρτιστούμε σε έναν μόνο κλάδο. Και το κάνουμε. Μπαίνουμε στο πανεπιστήμιο. Παίρνουμε πτυχίο. Πλέον αναγκαστική είναι και η απόκτηση μεταπτυχιακού. Και κάμποσα σεμινάρια. Και μετά από όλα αυτά;
Κάποιοι τυχεροί ανταμείβονται και εργάζονται πάνω στο αντικείμενο των σπουδών τους. Κάποιοι άλλοι όχι. Παρόλο που πάλεψαν οι κόποι τους δεν ανταμείφθηκαν. Κάποιοι άλλοι συνειδητοποιούν πως τελικά δεν μπορούν να ασκήσουν αυτό το επάγγελμα, δεν τους εκφράζει. Κάποιοι συναντούν εμπόδια και αναγκάζονται να το παρατήσουν. Κάποιοι βρίσκουν νόημα σε κάτι διαφορετικό. Κάποιοι δεν έχουν βρει ακόμη το νόημα σε κάτι. Είναι κακό όλο αυτό;
Όχι δεν είναι. Αντιθέτως, είναι απολύτως φυσιολογικό. Και συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους. Συμβαίνει και σε αυτούς που φαίνονται ευτυχισμένοι από τη δουλειά τους, την καθημερινότητά τους, που πιέζουν τον εαυτό τους για να «μην πει τίποτα ο κόσμος».
Είμαστε όντα που συνεχώς εξελισσόμαστε. Αλίμονο αν μια απόφαση που πήραμε στα 17 μας καθόριζε όλη μας τη ζωή. Κάνουμε επιλογές και τις μετανιώνουμε. Κάνουμε άλλες και πέφτουμε σε λάθη. Θέλουμε κάτι και μετά από λίγο δεν το θέλουμε. Είναι λογικό να μεγαλώνουμε και συγχρόνως να αλλάζει και η συνείδησή μας, τα θέλω μας, η οπτική μας για τη ζωή.
Από τη μία ζούμε σε μία εποχή και μια κοινωνία όπου το επίπεδο ανεργίας είναι στο πιο υψηλό της επίπεδο, η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι άνεργοι, νέα εργασιακά προγράμματα είναι άφαντα και από την άλλη έχουμε ένα μοντέλο ζωής που μας υπενθυμίζει πως μόνο αν έχεις έναν συγκεκριμένο στόχο μπορείς να επιτύχεις.
Οι δυναμικοί και αυτοί που θέλουν κάτι πολύ στο τέλος το καταφέρνουν. Καταλαβαίνω το νόημα αυτού του μότο και την αισιόδοξη πλευρά που προσπαθεί να μεταδώσει. Αλλά συχνά οι συνθήκες, η τύχη, η μοίρα και οι συγκυρίες τα φέρνουν αλλιώς. Και αν δεν επιτύχουμε νιώθουμε άσχημα.
Αν δεν πετύχω έναν στόχο είμαι αδύναμος; Είμαι άχρηστος; Αισθήματα κατωτερότητας και ανασφάλειας μας δημιουργούνται και αισθανόμαστε ενοχές. Φταίμε εμείς που δεν τα καταφέραμε γιατί δεν προσπαθήσαμε αρκετά. Φταίμε εμείς γιατί δεν το θελήσαμε όσο έπρεπε. Είμαστε τεμπέληδες. Δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Είμαστε βάρος και όχι φωτιστές.
Δεν φταίμε εμείς. Δεν είναι εντάξει να έχεις έναν στόχο και να εξαρτάται η ευτυχία σου μόνο από την εκπλήρωσή του. Είναι εντάξει να ξέρεις να προσαρμόζεσαι. Είναι εντάξει να ξέρεις να επιβιώνεις και να βρίσκεις το χαμόγελο μέσα σε δύσκολες καταστάσεις. Να σκέφτεσαι, να βάζεις κάθε μέρα μικρούς στόχους. Να αλλάζεις. Να μην είσαι ο ίδιος με πέρσι.
Να εξελίσσεσαι. Αλλά να εξελίσσεσαι για σένα και το δικό σου καλό. Όπως σε κάθε ταξίδι θέλεις να δεις νέα πράγματα, να μην ξέρεις τι θα σε περιμένει, να γυρίζεις πίσω με εμπειρίες που δεν φανταζόσουν, το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. Τι πιο βαρετό από μία ζωή μέσα σε κουτάκια. Που ήξερες από μικρός πώς θα είσαι στα 30, στα 40, στα 50 σου;
Αν με ρωτούσαν λοιπόν, ξανά τι θα ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω πιθανότατα θα απαντούσα «χαρούμενος άνθρωπος». Και όλα τα άλλα θα μου τα δείξει η ζωή.