Ο Γιώργος αγαπούσε πολύ τα βιβλία. Έτσι, όταν κλήθηκε να ξεσκαρτάρει τη βιβλιοθήκη του κολλητού του, του Τάσου, δέχτηκε χωρίς δισταγμό. Η βιβλιοθήκη ήταν τεράστια, καθώς ο Τάσος βρισκόταν διαρκώς με ένα βιβλίο στο χέρι. Ωστόσο, τώρα που έφευγε για μόνιμη δουλειά στο εξωτερικό, δε θα τα χρειαζόταν πια.
Εύλογο ήταν, συνεπώς, ο Γιώργος να σπεύσει προκειμένου να εντοπίσει και να ταξινομήσει τα βιβλία του, κατά κατηγορίες, ώστε να καταλήξουν σε ανθρώπους που θα τα αγαπήσουν.
Καθώς περιεργαζόταν τη βιβλιοθήκη, το μάτι του έπεσε στο «Σπίτι για πέντε», της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου. Καθώς παρατηρούσε το βιβλίο, θυμήθηκε την οικογένειά του, η οποία αποτελούνταν πλέον από 5 άτομα, μετά από τη γέννηση της κόρης του. Παράλληλα, σκέφτηκε ότι η σύζυγός του η Μαρία, είχε ένα παιδί από τον προηγούμενο γάμο της, και εκείνος από το δικό του, όπως, δηλαδή, εξελισσόταν η ιστορία και στο βιβλίο.
Επιπλέον, αναπόλησε τα παιδικά του χρόνια, όταν, μαζί με τα 4 αδέρφια του, έπαιζαν αμέριμνοι στην πυλωτή της πολυκατοικίας και πείραζαν το ένα το άλλο, πάντοτε, όμως, με προσοχή και αγάπη μεταξύ τους.
Στη συνέχεια έβγαλε το βιβλίο από το ράφι όπου ήταν τοποθετημένο και άρχισε να φυλλομετρά τις σελίδες του. Η διαδικασία αυτή του έφερε στο μυαλό μια ανάμνηση από την παιδική του ηλικία. Ήταν πέντε χρονών και ήταν καλοκαίρι, ο ήλιος έκαιγε και είχαν πάει οικογενειακώς για μπάνιο στη θάλασσα. Ενώ όλοι διασκέδαζαν με τη θάλασσα και την άμμο, ο Γιώργος είχε το ίδιο βιβλίο στα χέρια του και το φυλλομετρούσε. Παρά τις φωνές των υπολοίπων προς το μέρος του, εκείνος ήταν τόσο απορροφημένος από το βιβλίο του που δεν άκουγε τίποτε άλλο.
Καθώς συνέχισε να γυρίζει τις σελίδες, σε κάποιο σημείο το βιβλίο έγινε πιο παχύ. Μόλις έφτασε στη λευκή αυτή σελίδα, αντίκρυσε μια ευχάριστη έκπληξη. Μια ευχετήρια κάρτα γενεθλίων με μια μελωδία έπαιζε το γνωστό ευχάριστο τραγούδι. Ο ήχος της του ξύπνησε μια διαφορετική ανάμνηση αυτή τη φορά.
Ήταν στην τελευταία τάξη του δημοτικού, στο χορό της αποφοίτησης, όπου χόρευε με ένα κορίτσι για πρώτη φορά. Η κοπέλα λεγόταν Μαρία και μετά από πολλά χρόνια έγινε η σύζυγός του. Το τραγούδι που χόρεψαν για πρώτη φορά ήταν το «I want to know what love is» των Foreigner. Στη σκέψη αυτής της ανάμνησης, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Στη συνέχεια, καθώς κρατούσε το βιβλίο, πήρε μια βαθιά εισπνοή. Καθώς εξέπνευσε τον αέρα, άρχισε να το μυρίζει, κάτι το οποίο έκανε με όλα τα βιβλία που κρατούσε στα χέρια του. Κάθε βιβλίο διέθετε μια ξεχωριστή μυρωδιά, η οποία το χαρακτηρίζει. Συγκεκριμένα, το βιβλίο αυτό ανέδυε ένα ζεστό, τρυφερό άρωμα λεβάντας, το οποίο πιθανότατα οφειλόταν σε κάποιο αρωματικό που χρησιμοποιούσε η σύζυγός του για τη σκόνη και την υγρασία.
Η μυρωδιά αυτή του επανάφερε μια ανάμνηση όταν ήταν 7 ετών και έπιανε το αγαπημένο του πουλόβερ, το οποίο είχε πλυθεί με μαλακτικό που είχε το ίδιο άρωμα. Το πουλόβερ αυτό το είχε φυλάξει προκειμένου να διατηρεί τη φρεσκάδα του, καθώς και την αίσθηση της αφής που είχε τότε.
Καθώς προχωρούσε στο γύρισμα των σελίδων, ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά του κάτι που τον εξέπληξε θετικά για δεύτερη φορά. Μια μικρή βανίλια, τύπου δείγματος δωρεάν, ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο βιβλίο. Μόλις τη γεύτηκε, γύρισε ακόμη μια φορά πίσω στην παιδική του ηλικία. Ήταν τα καλοκαίρια που περνούσε αμέριμνος στο χωριό μαζί με τη γιαγιά, τον παππού και τα ξαδέρφια του.
Συγκεκριμένα, κάθε απόγευμα η γιαγιά τούς έφτιαχνε γλυκό υποβρύχιο με βανίλια και όλοι το αγαπούσαν και το απολάμβαναν όσο τίποτε άλλο. Τώρα έφτιαχνε η Μαρία για τα παιδιά τους, αλλά εκείνος πρόσεχε τη διατροφή του και απέφευγε να το τρώει. Η γλυκιά αυτή αίσθηση της βανίλιας του άρεσε και χαμογέλασε πλατιά, με μια αίσθηση βαθιάς ικανοποίησης.
Τοποθέτησε το βιβλίο σε μια θέση όπου προορίζονταν όσα σκόπευε να δωρίσει για λογαριασμό μιας παιδικής βιβλιοθήκης. Ακολούθως, συνέχισε με τα υπόλοιπα βιβλία, προκειμένου να ολοκληρώσει τη δουλειά που ανέλαβε με προθυμία.
Όταν έκανε ένα διάλειμμα, πήρε τηλέφωνο τη Μαρία και της ανέφερε ότι την αγαπάει. Ακούγοντας τη γλυκιά της απάντηση, ένιωθε, πλέον, ολοκληρωμένος. Όπως έμαθε αργότερα, τόσο η κάρτα με τη μουσική, όσο και η βανίλια, ήταν ιδέες της αδερφής του Τάσου, η οποία πάντοτε αγαπούσε να του κάνει δώρα – έκπληξη. Και με τη σκέψη αυτή κλείδωσε το σπίτι και έφυγε.-