Τον βρήκε παρατημένο στο δρόμο. Το ένα ποδαράκι του ήταν πληγωμένο και έτρεχε αίμα. Κάθε τόσο έσκουζε λυπημένος από τον πόνο. Ήταν ένα ξανθό κανίς, με πλούσιο, φουντωτό τρίχωμα και μια φούντα με άσπρες τρίχες στο πρόσωπό του. Του έδωσε το όνομα Σκάμανδρος, από έναν ξανθό βασιλιά της Τροίας, σύμφωνα με τη μυθολογία. Οι φίλοι του δυσκολεύονταν να το προφέρουν και τον έλεγαν σκάτανδρο, κυρίως λόγω της ιδιαίτερης μυρωδιάς του.
Αποφάσισε να τον κρατήσει προσωρινά, μέχρι να βρει κάποιο άτομο που θα ενδιαφερθεί. Στο σπίτι του έμενε μόνος του, αλλά είχε παρέα δύο ακόμη σκύλους, ένα γάτο, έναν παπαγάλο και ένα χάμστερ. Αγαπούσε τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους, γιατί ένιωθε πιο οικεία απέναντί τους. Σε όσους αναρωτιούνταν πως ζούσε σε αυτό το περιβάλλον, απαντούσε ότι «αυτοί είναι οι πραγματικοί φίλοι μου, είναι πάντα πιστοί και δε με έχουν προδώσει ποτέ».
Κάθε μέρα ξυπνούσε με το κελάηδημα του Απόλλωνα. Ήταν μελωδικό και είχε ένα υπέροχο ρυθμό. Ο Απόλλωνας ήταν πολύχρωμος και είχε τρία υπέροχα κόκκινα φτερά. Όταν τραγουδούσε, φούσκωνε από περηφάνεια και απήγγειλε με περίσσιο θάρρος το πόνημά του.
Ο Μπίλι και η Λούνα ήταν τα δύο σκυλιά της παρέας. Ο Μπίλι, ένα μελαχρινό γεροδεμένο χάσκι, τα καλοκαίρια υπέφερε από τη ζέστη και είχε μονίμως τη γλώσσα έξω. Ωστόσο είχε σώσει το Γιώργο τουλάχιστον τρεις φορές από διαρρήκτες και άλλη μια φορά τον ξύπνησε γιατί είχε αφήσει το μάτι της κουζίνας του ανοιχτό.
Η Λούνα ήταν ένα γλυκύτατο καστανόξανθο τεριέ που πάντα γάβγιζε σε όποιον έμπαινε μέσα στο σπίτι. Μόλις, όμως, ο άγνωστος εξοικειωνόταν μαζί της, αμέσως σταματούσε και περιοριζόταν σε ένα ελαφρύ γρύλισμα. Μαζί με τον Μπίλι ήταν ένα αχτύπητο δίδυμο που προστάτευαν τον ιδιοκτήτη τους και το σπίτι του.
Ο Γκίσμο έμενε στο σπίτι 4 χρόνια και πήρε την ονομασία του λόγω της ομοιότητάς του με τον ομότιτλο χαρακτήρα από τα Γκρέμλινς. Έμοιαζε ποιο πολύ με αρκούδο παρά με γάτο, καθώς είχε πλούσιο λευκό, φουντωτό τρίχωμα και ήταν σχετικά μεγαλόσωμος. Ευτυχώς μπορούσε να ταϊστεί μετά τα μεσάνυχτα, χωρίς τις γνωστές συνέπειες.
Ωστόσο, η περισσότερο αστεία παρουσία μέσα στο σπίτι ήταν αυτή του χάμστερ. Ο Φλίπερ ξυπνούσε και κοιμόταν τελευταίος απ’ όλους. Γύριζε με πάθος μέσα στον κύλινδρό του και κάποιες φορές αγρίευε τον Μπίλι. Τότε ο Γιώργος επενέβαινε για να σώσει την κατάσταση. Ήταν μικρόσωμος και τρόμαζε εύκολα, αλλά γενικά τις περισσότερες ώρες έπαιζε με τον Γκίσμο. Κάποιες φορές ο τελευταίος πήγαινε να τον γραπώσει με τα νύχια του, αλλά ο Μπίλι γάβγιζε και δεν του άφηνε περιθώριο.
Ο Μπίλι είχε αδυναμία στο Φλίπερ γιατί προέρχονταν από το ίδιο περιβάλλον. Μεγαλωμένοι και οι δύο στην αιχμαλωσία, ζούσαν σε ένα μαγαζί με ζώα, όπου είχε ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, εκτός από δεινόσαυρους. Αν και φαινομενικά διαφορετικοί μεταξύ τους, βρίσκονταν σε διπλανά κλουβιά και δέθηκαν πολύ στα δύο χρόνια που ζούσαν εκεί.
Η αναμονή τους έλαβε τέλος την ημέρα που μπήκε ο Γιώργος στο μαγαζί, αναζητώντας παρέα για τη Λούνα. Τότε ο Μπίλι τον συμπάθησε από την πρώτη στιγμή και γάβγισε χαρούμενα. Ο υπάλληλος του μαγαζιού τον αποπήρε, γιατί φοβήθηκε ότι θα χάσει τον πελάτη. Ωστόσο, ο Γιώργος είχε ακούσει τον Μπίλι και κοιτώντας τον στα μάτια, βρήκε μόνο αγάπη και επιθυμία να αγαπηθεί.
Αμέσως τον διάλεξε. Ενώ κοιτούσε τον Μπίλι, ο Φλίπερ έκανε μια περίεργη κίνηση σαν πιρουέτα γύρω από το σώμα του και έπεσε κάτω. Ο Γιώργος πρόσεξε την κίνηση και γέλασε τόσο που του κίνησε το ενδιαφέρον. Εντέλει, έμαθε από τον υπάλληλο, ότι ο Φλίπερ ειδικεύεται στις περίεργες κινήσεις και, αφού είδε μερικές, τελικά τον αγόρασε.-
Αφήστε μια απάντηση