Μαθαίνοντας το 2019 ότι η Tuque Games μαγειρεύει το Dungeons & Dragons: Dark Alliance, ένα τίτλο που εδράζεται στο σύμπαν του Dungeons & Dragons, σε συνεργασία με την Wizards of the Coast φυσικά, το μυαλό μου πήγε αμέσως στην διλογία των Baldur’s Gate: Dark Alliance εξαιτίας της top-down οπτικής τους. Το τρίψιμο των χεριών είχε αρχίσει ήδη όταν διέρρευσε η συμμετοχή του θρυλικού συγγραφέα R.A. Salvatore στο project και συνεχίστηκε με μανία έως ότου επιτέλους το έπιασα στα χέρια μου με σκοπό να σας το παρουσιάσω.
Ο διάδοχος του RPG θρόνου δεν μας τα λέει καλά
Οι τυχεροί users που είχαν βυθιστεί με τις ώρες στα υπέροχα Baldur’s Gate: Dark Alliance και Baldur’s Gate: Dark Alliance II ίσως ξενερώσουν από την τροποποίηση της οπτικής γωνίας δια της οποίας θα απολαύσουν την καταιγιστική δράση. Η top-down αισθητική του παρελθόντος ήταν εξαιρετικά πετυχημένη και η αλλαγή σε κάμερα τρίτου προσώπου παραπέμπει περισσότερο σε Action παρά σε RPG τίτλο. Φυσικά δεν είναι ευθύνη της κάμερας το ότι δεν υπάρχουν συναρπαστικοί διάλογοι για να διαβάσετε, ηθικές επιλογές για να κάνετε, σοβαρά quests ή πλούσιο skill tree, βασικά δηλαδή συστατικά ενός σοβαρού RPG. Από το πρώτο λεπτό του game διαφαίνεται η πρόθεση των δημιουργών του να συνθέσουν ένα τυπικό Hack and Slash με χλιαρά RPG χαρακτηριστικά για γαρνιτούρα.
Οι gamers που θα απολαύσουν ολόψυχα το Dungeons & Dragons: Dark Alliance πρέπει να είναι ταυτόχρονα και μελετηροί θιασώτες του κόσμου του D&D, να έχουν παίξει επιτραπέζιες και ψηφιακές περιπέτειες του και να έχουν διαβάσει τα μυθιστορήματα του R. A. Salvatore. Εφόσον διαθέτετε τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα λιώσετε από ηδονή εισερχόμενοι στην πασίγνωστη τοποθεσία Icewind Dale του Faerun, κόσμου του Forgotten Realms setting.
Θα αγαλλιάσετε γνωρίζοντας ότι το σενάριο εξελίσσεται μετά από τα ιστορηθέντα γεγονότα του πρώτου βιβλίου της τριλογίας του Icewind Dale που συνέγραψε ο Salvatore, εν ονόματι The Crystal Shard. Θα αναζητάτε εναγωνίως τοπόσημα της περιοχής για να τα χαζέψετε, θα μελετάτε τους εχθρούς για να δείτε αν ανταποκρίνονται σε εκείνους που περιγράφονται στα βιβλία ή σε όσους αντιμετωπίσατε σε tabletop περιπέτειες.
Το μεγάλο ατού του game κατά την άποψή μου είναι η παρουσία τεσσάρων γνώριμων χαρακτήρων από το σύμπαν του Forgotten Realms, με πρώτο και καλύτερο τον σκοτεινό Drizzt Do'Urden. Το θρυλικό drow είναι το εντυπωσιακότερο μέλος των Companions of the Hall, μιας ομάδας ηρώων που έχει επιφορτισθεί με την προστασία του Icewind Dale από τους κινδύνους που το απειλούν. Στο πλευρό του Drizzt βρίσκεται ο θεόρατος βάρβαρος Wulfgar, η μαχητική Catti-brie και ο ακατάβλητος νάνος Bruenor Battlehammer.
Οι τέσσερις τους είναι οι playable χαρακτήρες του Dungeons & Dragons: Dark Alliance και συμβιώνουν αρμονικά σε μια ομάδα που τα έχει όλα. Έναν έμπειρο φονιά που πετσοκόβει κόσμο με τα διπλά ξίφη του, γίνεται αόρατος και είναι ο πλέον αποτελεσματικός στην αποφυγή των εχθρικών χτυπημάτων εξαιτίας των τέλειων αντανακλαστικών του. Μια ranger που κερνά θάνατο από μακριά με το τόξο της.
Έναν βάρβαρο, εφάμιλλο του Conan, ο οποίος συνθλίβει κόκαλα με το σφυρί του. Έναν νάνο που κάνει tanking αποτελώντας την ασπίδα της ομάδας και μοιράζει αξιοπρεπές damage. Οι τέσσερις πολεμιστές του φωτός θα παλέψουν μέχρι θανάτου με την σκοτεινή συμμαχία του τίτλου (Dark Alliance), ορδές από διαφορετικά είδη τερατόμορφων πλασμάτων, τα οποία έβαλαν στο μάτι το πανίσχυρο Crenshinibon, το γνωστό Crystal Shard.
“Και πεινάω, και βαριέμαι, και διψώ, και χασμουριέμαι”
Παρότι θεωρώ εαυτό μεγάλο λάτρη του D&D, αντιμετώπισα το εξής ενοχλητικό πρόβλημα με τις λεγεώνες των εχθρών που μακέλεψα. Το ότι μπορώ να διακρίνω το είδος του κάθε τέρατος αξιοποιώντας στο ελάχιστο την παρατηρητικότητά μου δεν σημαίνει ότι δεν εισέπραξα την αίσθηση μιας αβάσταχτης μονοτονίας σε όλη την γκάμα των εχθρών.
Τι σας ενδιαφέρει αν το γιγαντιαίο, βρωμερό και φαλακρό όν που στέκεται μπροστά σας είναι γίγαντας, troll ή ogre την στιγμή που μοιάζουν όλα τους σαν δύο σταγόνες νερό; Τα ίδια συναισθήματα θα νιώσετε αντιμετωπίζοντας τους αδύναμους αλλά πολυάριθμους αντιπάλους που προηγούνται των bosses που ανέφερα. Goblins, drow, gnolls, skeletons έχουν ενοχλητικές ομοιότητες με συνυπεύθυνους τον φωτισμό και το ντεκόρ.
Η αίσθηση της μονοτονίας και της μουντίλας είναι οι χειρότεροι εχθροί που θα αντιμετωπίσετε στο game, οι οποίοι δυστυχώς δείχνουν ανίκητοι. Προσοχή, μίλησα για την εντύπωση που αποκομίζετε από τους εχθρούς, παρόλο που ο game designer έχει κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τους “αναστήσει”. Το κάθε είδος τέρατος χρησιμοποιεί το προσωπικό του animation, ένα εξαιρετικό voice acting που χαρακτηρίζει την ψυχοσύνθεση του και ένα σωρό ξεχωριστές ικανότητες με τις οποίες επιχειρεί να σας λιανίσει.
Πρώτο highlight του game για εμένα είναι οι χυδαίες κινήσεις των goblins που στρέφουν τον πισινό τους σαν να θέλουν να δείξουν που σας έχουν... γραμμένους. Το δεύτερο highlight ήταν μια αυθόρμητη ατάκα ενός εχθρού που αναρωτήθηκε γιατί χτυπάει με δύο σπαθιά ο Drizzt, στην οποία ερώτηση ήθελα να απαντήσω στο στυλ του κακού λύκου της Κοκκινοσκουφίτσας λέγοντας “για να σας κόβω καλύτερα παιδάκια μου”!
Τέσσερις ενάντια στον κόσμο
Το αντιστάθμισμα στην προαναφερθείσα μονοτονία είναι ένα δυναμικό battle system με στιβαρά controls και game mechanics που συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους. Το gamepad είναι το καλύτερο όπλο σας στον αγώνα κατά των λεγεώνων του κακού αλλά μπορείτε να παίξετε σχετικά άνετα και με συνδυασμό πληκτρολογίου και mouse. Οι συνδυασμοί χτυπημάτων που εκτελούνται με τα right trigger και right button του gamepad είναι πολυάριθμοι και εύκολα εκτελέσιμοι.
Πατήστε και το X μετά από ένα χτύπημα που χώθηκε σε κρέας και ο χαρακτήρας σας θα στείλει τον αντίπαλο αρκετά μέτρα μακριά, σαν πάνινη κούκλα. Η διαφοροποίηση των τεσσάρων χαρακτήρων είναι πολύ πετυχημένη καθώς τα όπλα, τα animations, η ταχύτητα και τα μοναδικά skills τους σας χαρίζουν εντελώς διαφορετική αίσθηση όταν χειρίζεστε τον καθένα τους. Η μάχη με τον Drizzt ας πούμε είναι γρήγορη, οι κινήσεις νευρικές, τα αντανακλαστικά έχουν τον πρώτο λόγο. Η δράση με τον Wulfgar είναι αργή, τα χτυπήματα προσεκτικά υπολογισμένα για να βρουν στόχο, το λιώσιμο μιας ομάδας εχθρών με ένα πλήγμα είναι τόσο απολαυστικό όσο ακούγεται. Η δράση, στο σύνολο της, αποπνέει όμως νωθρότητα, δεν έχει την ροή και τον δυναμισμό ενός Devil May Cry ας πούμε.
Τον ρυθμό της μάχης καθορίζει και η φύση των εχθρών. Οι ευάλωτοι αντίπαλοι που επιτίθενται σε ομάδες είναι εύκολα θύματα και η αντιμετώπισή τους γίνεται κυρίως με γρήγορες αποφυγές, μπλοκαρίσματα και πετυχημένα parry. Τα bosses δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα με τον όγκο και το εύρος των χτυπημάτων τους και σας διδάσκουν υπομονή και επιμονή.
Στριφογυρίζετε γύρω από τα bosses, “διαβάζοντας” τα animations τους και περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εξαπολύσετε τα combos σας. Το απολαυστικότερο και χρησιμότερο όπλο ενάντια στα bosses είναι η ultimate μπάρα, η οποία “φορτίζεται” όσο μάχεστε. Γεμίζει, την ενεργοποιείτε και τα αποτελέσματα είναι φαντασμαγορικά. Η εμφάνιση του πιστού θηρίου του Drizzt και το ανελέητο πετσόκομμα των άτυχων τεράτων που βρίσκονται στην οθόνη, δεν έπαψε να με πορώνει ποτέ.
Επικροτώ την εύκολη χρήση των items που κουβαλάει ο χαρακτήρας, τα οποία αποδεικνύονται τρομερά σωτήρια σε συγκεκριμένες φάσεις του αγώνα. Όταν σας έχουν δηλητηριάσει ή το health σας κατρακυλά σε απαράδεκτα επίπεδα, είναι καλό να έχετε καβάτζα και το ανάλογο potion.
Η πλοήγηση του χαρακτήρα προς το εκάστοτε objective ευτυχώς είναι πανεύκολη με τις οπτικές ενδείξεις που πληροφορούν επακριβώς για τις αποστάσεις που σας χωρίζουν από αυτό. Η παρουσία του hub στο οποίο κάνετε διαλογή αποστολών, πλιάτσικου και αναβαθμίσεων του εξοπλισμού σας αποτελεί ένα στάσιμο σημείο του ταξιδιού σας και ενισχύει την ψευδή εντύπωση του online RPG. Οπτικά ο εξοπλισμός είναι εντυπωσιακός και οι γωνίες από τις οποίες παρουσιάζεται επιτρέπουν να απολαύσετε όλα τα χαρακτηριστικά του.
Η αναβάθμισή του είναι ένα game mechanic που τείνει προς την απόλυτη αδιαφορία. Έχετε τα resources που χρειάζονται για να αναβαθμίσετε κάτι; Πατάτε ένα κουμπί και το αναβαθμίζετε. Δεν τα έχετε; Να πάτε να τα βρείτε στα levels ανεβάζοντας το επίπεδο δυσκολίας και αγνοώντας τα προσφερόμενα rest party που είναι ταυτόχρονα και checkpoints.
Η διαδικασία του item upgrading προσφέρει ένα ποσοστό απόλαυσης από την άποψη ότι γουστάρετε να ανεβάζετε τα στατιστικά του χαρακτήρα και να κάνετε εντυπωσιακότερο το παρουσιαστικό του. Είναι ένα κίνητρο για να ψάχνετε εξονυχιστικά τα levels και να μην κατευθύνεστε δίχως σκέψη προς το επόμενο objective. Η απόκτηση δε ενός φουλ σετ πανοπλίας που πάει πακέτο με σοβαρά bonuses θα σας κινητοποιεί σε περισσότερες εξορμήσεις. Όσο αυξάνει η δυσκολία, το loot γίνεται πλουσιότερο συνεπώς το replayability είναι εξασφαλισμένο, αρκεί να σας αρέσει η όλη φάση.
Το Dungeons & Dragons: Dark Alliance έχει ανάγκη το replayability γιατί οι 12 ώρες που θα σας πάρει να το τελειώσετε δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την τιμή του. Εκτός από το πλιάτσικο, το game σας σπρώχνει να περάσετε όλα τα levels του και με τους τέσσερις χαρακτήρες για να αποκτήσετε σφαιρική εικόνα του gameplay. Ο τρόπος που παρουσιάζονται τα κομμάτια του εξοπλισμού που αποκτήσατε στο πέρασμα ενός level είναι επιεικώς αδιάφορος.
Ανοίγετε ένα σεντούκι και ανιχνεύετε κάθετα όσα μαζέψατε, με την σύγκριση τους με τον εξοπλισμό που φοράτε να πραγματοποιείται αριθμητικά, δηλαδή διαβάζετε κατά πόσους πόντους βελτιώνεται ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εξοπλισμού. Η ενδυνάμωση των χαρακτήρων στο Dungeons & Dragons: Dark Alliance μου φάνηκε εντελώς ρηχή και πρόχειρη. Η ενίσχυση παραμέτρων των ηρώων είναι ολιγάριθμη, το ίδιο και οι νέες τεχνικές που ξεκλειδώνουν όσο ανεβαίνουν επίπεδα ισχύος. Κανένα νεοαποκτηθέν skill και καμία τεχνική δεν με κινητοποίησε ώστε να δώσω περισσότερες μάχες με σκοπό να μαζέψω xps για να τα βάλω στο χέρι.
Οι γρίφοι του Dungeons & Dragons: Dark Alliance δεν παρουσιάζουν την παραμικρή νοητική πρόκληση και υπάρχουν απλά για να έχετε να κάνετε και κάτι άλλο εκτός από το να χρησιμοποιείτε διαρκώς τα όπλα σας. Τα pressure plates, η απόκτηση και τοποθέτηση αντικειμένων σε υποδοχές, τίποτα από αυτά δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Υπάρχει όμως και μια ευχάριστη εξαίρεση στον κανόνα.
Στον παγωμένο βορά του Icewind Dale που εδράζονται όλα τα levels υπάρχουν εντός τους διάσπαρτα σημεία στρωμένα με παχύ πάγο. Αυτές οι περιοχές έχουν πολύτιμο loot που δεν σας παίρνει να το χάσετε όμως το πάτημα πάνω στον πάγο ισοδυναμεί με συνεχή “αφαίμαξη” του health σας. Η εύκολη και δαπανηρή λύση είναι να διασχίσετε την επικίνδυνη περιοχή με dash, χάνοντας όμως και κάμποσο health. Η έξυπνη και όμορφη λύση είναι να πλησιάσετε μια πηγή θερμότητας στο περιβάλλον, να ανεβάσετε την θερμοκρασία του χαρακτήρα και, όσο διαρκεί το σχετικό cooldown, να αρπάξετε το απρόσιτο πλιάτσικο.
Ενωμένοι σαν γροθιά
Αυτό που θα σας πω το γνωρίζετε ήδη όμως είναι σημαντικό να το μελετάτε ξανά και ξανά σαν ένα μεγάλο μάθημα ζωής. Τα πάντα γίνονται καλύτερα όταν τα μοιράζεστε με τους δικούς σας ανθρώπους. Το ίδιο ισχύει και στο Dungeons & Dragons: Dark Alliance που είναι φτιαγμένο για Co-Op και όχι για μοναχικές περιπλανήσεις.
Οι εχθροί είναι πολλοί, τα bosses δύσκολα και η εξόντωσή τους… παλούκι γι’ αυτό κάντε την ενδεδειγμένη πράξη και στρατολογήστε από έναν έως τρεις φίλους/φίλες σας για να μοιραστούν το βάρος της μάχης. Οι χαρακτήρες συνεργάζονται άψογα και το mechanic του lock on θα σας βοηθήσει να επιλέγετε συγκεκριμένους στόχους αντί να πέφτετε με τα μούτρα στο εχθρικό κρέας όπως γίνεται όταν παίζετε solo.
Μοιράζοντας τις αρμοδιότητες και το πλιάτσικο θα είστε σε θέση να αντιμετωπίσετε μεγαλύτερα επίπεδα δυσκολίας, μεγιστοποιώντας έτσι τα κέρδη σας. Η δράση του Co-Op δεν θα σας κάνει ποτέ να νιώσετε αποκαρδιωμένοι από την δυσκολία ή την μονοτονία του game world, αντίθετα τα ίδια ακριβώς game mechanics θα τα αισθανθείτε σπουδαιότερα. Και ενώ όλα έβαιναν καλώς στον δρόμο της ψηφιακής αδελφοσύνης, ξεπετάχτηκαν ενοχλητικά προβλήματα από το πουθενά.
Εφόσον μιλάμε για online και όχι couch Co-Op, μια αποσύνδεση συμπαίκτη την ώρα που σαρώνετε ένα level, θα τον εξαφανίσει μόνιμα από την ομάδα για την διάρκεια του. Φοβάμαι ότι αν αποσυνδεθεί ο host της παρτίδας, το loot που μαζέψατε έως εκείνη την στιγμή πάει περίπατο. Δεν μου αρέσει καθόλου το γεγονός ότι πρέπει να προσεύχεστε να μην πέσει η σύνδεση γιατί αλλιώς η παρτίδα θα καταστραφεί.
Από ηχοληψία το Dungeons & Dragons: Dark Alliance πραγματικά σαρώνει. Η τελειότητα της ηχητικής επένδυσης είναι περισσότερο αισθητή στο φανταστικό και emergent voice acting που καλύπτει όλες τις δραστηριότητες στο game, από την επεξήγηση της επερχόμενης αποστολής έως τις αυθόρμητες συνομιλίες των εκατοντάδων εχθρών σας.
Στο περιθώριο της κουβέντας κυριαρχούν οι ήχοι της μάχης και του φανταστικού κόσμου του Icewind Dale, οι οποίοι ζωντανεύουν αβίαστα το περιβάλλον. Είναι τόσο σφιχτή η ηχητική επένδυση ώστε δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για να ασχοληθείτε με τα μουσικά κομμάτια που “τρέχουν” στο φόντο.
Μέτριο αλλά D&D και αυτό μετρά
Bugs, μονοτονία και άφθονο button mushing χαρακτηρίζουν το Dungeons & Dragons: Dark Alliance, ένα game που προσδοκούσα να είναι πολλές κλάσεις ανώτερο από αυτό που προέκυψε. Το όλο concept μοιάζει με προχειροφτιαγμένη συνταγή που συμπεριέλαβε πολλά διαφορετικά πράγματα σε μικρές ποσότητες, προσπαθώντας τελικά να εστιάσει στην δράση και αποτυγχάνοντας να λάμψει ακόμα και σε αυτό τον τομέα.
Οι playable χαρακτήρες σκίζουν γιατί πρόκειται για θρυλικές φιγούρες των Forgotten Realms, το setting είναι γνωστό και αγαπημένο και ο game designer έκανε ότι μπορούσε για να του εμφυσήσει σοβαρή ατμόσφαιρα. Σε τελική ανάλυση όμως δεν ικανοποιεί ούτε σαν Hack and Slash, ούτε σαν RPG, απευθύνεται αποκλειστικά στους φανατικούς του D& D και του R.A. Salvatore.
Πρώτη δημοσίευση: GameWorld