Τα point ‘n’ click adventures που δεν έχουν κάποιου είδους πρόκληση, σπάνια μου προκαλούν ενδιαφέρον. Στο μυαλό μου ταξινομούνται περισσότερο σαν interactive stories, ένα είδος που κατά τη γνώμη μου απέχει πολύ από την έννοια του gaming. Για την περίπτωση του Saint Kotar της Red Martyr Entertainment, θα κάνω μια μικρή εξαίρεση. Ο λόγος είναι ότι το παιχνίδι διαθέτει αρκετά στοιχεία που συνιστούν την ενασχόληση μαζί του μια ενδιαφέρουσα εμπειρία και όχι μια τυπική διαδικασία ολίγων ωρών, αλλά εξίσου μερικές αδυναμίες που το αποτρέπουν να πιάσει υψηλότερα standards.
Η υπόθεση μάς μεταφέρει στα Βαλκάνια, στη σύγχρονη εποχή. Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι δύο εκπρόσωποι του θεού, ο Benedek και ο Nikolay. Ο πρώτος είναι ένας δογματικός καλόγερος, απόλυτα πεπεισμένος ότι ο δρόμος του Χριστιανικού Θεού είναι ο μοναδικός ορθός που οφείλει να ακολουθήσει κανείς και απορρίπτει οτιδήποτε αντιτίθεται με τα πιστεύω του.
Ακόμα και την ίδια του αδερφή, τη δημοσιογράφο Viktoria, την οποία από τότε που ήταν μικρά παιδιά, τη θεωρούσε ως το «απολωλό πρόβατο» της οικογένειας, έχοντας μια έμφυτη τάση προς αιρετικές απόψεις, όπως εκείνες του παγανισμού και της μαγείας. Εν μέρει λογικό, αφού η θεία του Benedek είχε κατηγορηθεί ουκ ολίγες φορές από τον καταπιεστικό πατέρα του ως μάγισσα, ενώ η Viktoria περνούσε αρκετές ώρες της ημέρας μαζί της.
Όσον αφορά το Nikolay, λίγα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτόν, πέρα από το ότι πρόκειται για έναν ιερέα που δείχνει να έχει χάσει την πίστη του. Όντας σύζυγος της Viktoria και διατηρώντας ελάχιστες ως μηδαμινές σχέσεις με τον Benedek, οι τρεις τους αναχωρούν με ένα τρένο από τη Βουλγαρία, με προορισμό την Κροατική πόλη Sveti Kotar, με σκοπό η Viktoria να καλύψει δημοσιογραφικά μία εκδήλωση που λαμβάνει μέρος στο κάστρο της πόλης.
Ο λόγος που κάλεσε και τον αδελφό της αποτελεί μυστήριο, καθώς ο Benedek είναι σχεδόν αποκομμένος από την κοινωνική ζωή και, όπως προαναφέραμε, δεν έχει τη Viktoria και σε τόσο μεγάλη εκτίμηση. Παρ’ όλα αυτά πείθεται να την ακολουθήσει και φτάνοντας εκεί, επισκέπτονται το ενοικιαζόμενο κατάλυμα που είχε κάνει κράτηση η Viktoria, το οποίο μοιάζει από αρκετά παράξενο έως τρομακτικό.
Το πρωινό ξύπνημα όμως τους επιφύλασσε περισσότερες δυσάρεστες εκπλήξεις. Η Viktoria είναι εξαφανισμένη και κανείς από τους δύο εναπομείναντες της παρέας γνωρίζει τι απέγινε. Σαν να μην έφτανε αυτό, στο κατάλυμα αρχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους διάφορα ανεξήγητα φαινόμενα: ένα νεκρό κοράκι να κείτεται στη μπαλκονόπορτα, η εξώπορτα κλειδωμένη, με το κλειδί να είναι άφαντο και ένα κρεμασμένο πορτραίτο να εκπέμπει μια έντονα απόκοσμη αύρα.
Αφού οι δύο άντρες κατορθώνουν να βγουν από το κατάλυμα, σύντομα η κατάσταση περιπλέκεται, όταν ενημερώνονται από δύο αστυνομικούς που τους περιμένουν απ’ έξω, ότι η Viktoria καταζητείται για φόνο και επίκεινται ανακρίσεις.
Κάπου εκεί ξεκινάει το γαϊτανάκι του τρόμου, με την κατηγορία αυτή να αποτελεί το νερό που γυρίζει το μύλο του μυστηρίου. Είναι η Viktoria δολοφόνος ή όχι; Για ποιο λόγο επέμενε να έρθουν και οι τρεις τους στην καταραμένη αυτή πόλη; Ποια είναι αυτά τα moon ghouls που απαγάγουν και σκοτώνουν με φρικιαστικό τρόπο τους κατοίκους της πόλης, αλλά κανείς δεν μπορεί να τα σταματήσει; Είναι όντως τέρατα όπως τα περιγράφουν ή συμβαίνει κάτι άλλο; Οι απαντήσεις θα δοθούν επί της οθόνης σας.
Απαντήσεις σε μια ιστορία που, αρχικά τουλάχιστον, παρουσιάζεται αρκετά μπερδεμένη. Ο τρόπος που εισάγει τον παίκτη στον κόσμο του είναι αρκετά απότομος, με τα γεγονότα να τρέχουν και να παρουσιάζονται με ρυθμούς χιονοστιβάδας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πρώτη εντύπωση που αφήνουν τόσο ο Benedek όσο και ο Nikolay είναι μάλλον κακή, οι οποίοι σκιαγραφούνται ως δύο πραγματικά αντιπαθητικές προσωπικότητες, κάτι που πιθανότατα έγινε εσκεμμένα.
Μάλιστα σχεδόν εξ’ αρχής μας δίνεται η δυνατότητα να ελέγξουμε και τους δύο πρωταγωνιστές της περιπέτειας, με την εναλλαγή τους να πραγματοποιείται κατά βούληση, πράγμα που πιάνει τον παίκτη εξαπίνης, αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Κατά συνέπεια οι πρώτες ώρες του παιχνιδιού να κυλούν με το ερώτημα «τι ακριβώς κάνω εγώ εδώ πέρα;» να τριβελίζει στο κεφάλι μας. Αργότερα, όταν το παιχνίδι ξεκινήσει να ξεδιαλύνει τις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας του, να βάλει τις προσωπικές υποθέσεις του Benedek και του Nikolay σε μία τάξη, καθώς ο καθένας εργάζεται για διαφορετικό απώτερο στόχο, και αρχίσουν οι πρώτες ανατροπές να κάνουν την εμφάνισή τους, το ενδιαφέρον ανεβαίνει σταδιακά και κορυφώνεται μέχρι το αινιγματικό φινάλε.
Εκτός αυτού, με τον τρόπο του, το Saint Kotar καταφέρνει να παρουσιάσει εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στο μυαλό του παίκτη είτε με τη μορφή βίαιων και αποτρόπαιων σκηνών είτε με τις γλαφυρές περιγραφές του, οι οποίες συχνά είναι ανατριχιαστικές.
Σίγουρα, η γραφή σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο υψηλού επιπέδου όσο θα εντοπίζαμε σε ένα κλασικό παιχνίδι όπως το Gabriel Knight, παρ’ όλα αυτά στέκεται σε αξιοπρεπές επίπεδο και δεν ενοχλεί ή υποτιμά τη νοημοσύνη του παίκτη. Εξάλλου, η ιστορία έχει μεν συγκεκριμένη δομή, αλλά υπάρχουν αρκετές προαιρετικές παράλληλες υποθέσεις που καλούμαστε να λύσουμε, οι οποίες δίνουν περισσότερο φως στο παρελθόν του σκοτεινού Sveti Kotar και των κατοίκων του. Συνεπώς, αν θέλουμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει στην περιοχή, καλό είναι να ασχοληθούμε με την ολοκλήρωση των …side quests που συμπεριλαμβάνονται στο παιχνίδι.
Μια ομολογουμένως ενδιαφέρουσα προσέγγιση που δε συναντάμε συχνά σε adventure game, η οποία ενισχύεται από το γεγονός ότι αρκετές από τις αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε στο Saint Kotar, έχουν άμεσες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες. Χωρίς να παρατηρούνται κοσμογονικές αλλαγές στην εξέλιξη της πλοκής, σε πολλές από τις αποφάσεις μας εξαρτάται η επιβίωση ή ο θάνατος αρκετών χαρακτήρων που θα συναντήσουμε.
Σε κάποιες περιπτώσεις δε, μια λανθασμένη απόφαση μπορεί να μας οδηγήσει σε πρόωρη κατάληξη της ιστορίας (κοινώς game over), κάτι που ευτυχώς δεν κοστίζει στην πρόοδό μας (πλην ενός σημείου, το οποίο μάλλον θα διορθωθεί σε μελλοντικό patch), καθώς το παιχνίδι μας επαναφέρει αμέσως μετά στην ίδια οθόνη.
Σχετικά με την υλοποίηση των γρίφων, κατά συντριπτικό ποσοστό, το Saint Kotar βασίζεται στους διαλόγους. Συνομιλώντας με τους χαρακτήρες που συναντάμε, μαθαίνουμε καινούριες πληροφορίες οι οποίες ανοίγουν περισσότερα μέρη για να επισκεφτούμε, νέες επιλογές διαλόγων σε χαρακτήρες που είχαμε ήδη συνομιλήσει, καθώς και τη δυνατότητα να αποκτήσουμε κάποια αντικείμενα που μέχρι πρότινος ο πρωταγωνιστής μας αρνούνταν να συλλέξει.
Τα αντικείμενα που βαστάμε στο inventory μας μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού και ως επί το πλείστον, η χρήση τους είναι προφανής. Ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολο κάποιος να «κολλήσει» στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα (η έλλειψη πρόκλησης που λέγαμε στην εισαγωγή του άρθρου), πόσο μάλλον όταν συχνά το ίδιο το παιχνίδι περιορίζει τις μετακινήσεις μας, οριοθετώντας το πεδίο της δράσης μέσα σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια.
Όμως, το Saint Kotar υποφέρει από κάποια θέματα που εμφανώς χαλάνε την ατμόσφαιρα που πάει να δημιουργηθεί. Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το voice–over, το οποίο αποτελεί ένα ασταμάτητο «σκωτσέζικο» ντους. Υπάρχουν χαρακτήρες που διαθέτουν αξιοπρεπές voice-over, όπως ο Benedek, αλλά κάποια άλλα προσφέρουν απλόχερα το γέλιο. Αρκεί να ακούσετε τη φωνή της γριάς στο σπιτάκι κοντά στο κατάλυμα και θα καταλάβετε τι εννοώ. Δε νομίζω να έχω ακούσει χειρότερο voice-over στη ζωή μου.
Εκτός αυτού, υπάρχουν ορισμένες σημαντικές ελλείψεις στο Saint Kotar στα λεγόμενα quality of life χαρακτηριστικά. Μπορεί ο χειρισμός με το ποντίκι να είναι απλούστατος και να υφίσταται ένας πολύ χρήσιμος hot-spot indicator, όμως θα ήταν πολύ βολικό να υπήρχε η δυνατότητα να μεταφερόμαστε από τη μία οθόνη στην άλλη με διπλό κλικ, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε τον πρωταγωνιστή να τρέξει μέχρι εκεί.
Η δε ύπαρξη του χάρτη είναι πλήρως διακοσμητική, καθώς δεν μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε ως fast travel εργαλείο και δημιουργεί ερωτηματικά για τον λόγο της προσθήκης του. Επιπλέον, εντοπίζονται μερικά glitches και bugs, μικρότερης σημασίας μεν (όπως ο συνοδευτικός ήρωας ενίοτε να κολλάει σε τοίχους), αλλά συμβάλλουν σημαντικά στην συνολική εικόνα που αποκομίζει ο παίκτης.
Μια εικόνα που σίγουρα κερδίζει πολλούς πόντους από το οπτικό κομμάτι. Πέρα από τους απλώς συμπαθητικά πλασμένους σε εμφάνιση και animation χαρακτήρες, ο σχεδιασμός του περιβάλλοντος του Saint Kotar είναι πανέμορφος και συχνά τα τοπία θυμίζουν κανονικούς πίνακες ζωγραφικής.
Η σκοτεινή παλέτα χρωμάτων, η μακάβρια αίσθηση ότι ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος της περιοχής, οι αλλόκοτες εικόνες που απεικονίζονται όταν τα πράγματα ξεφεύγουν από το γήινο, είναι εξαιρετικές και συντελούν τα μάλα στην επίτευξη της τρομακτικής ατμόσφαιρας που επιδίωξαν οι δημιουργοί του. Αλλά όπως προαναφέραμε, το voice-over μας προσγειώνει απότομα, ενώ το μελωδικό soundtrack είναι άνω του μετρίου, συνοδεύοντας άρτια τη δράση.
Εν κατακλείδι, το Saint Kotar είναι ένα adventure που απευθύνεται περισσότερο στους λάτρεις των horror ιστοριών, παρά σε εκείνους που ψάχνουν ένα point ‘n’ click adventure που θα προκαλέσει τα εγκεφαλικά τους κύτταρα. Αν προσπεράσει κανείς τις «άγαρμπες» πρώτες ώρες, το παιχνίδι καταλήγει με θετικό πρόσημο και θα ικανοποιήσει τους φίλους του είδους για τις επτά περίπου ώρες που διαρκεί. Αρκεί φυσικά να μην έχουν υψηλές απαιτήσεις.
Αρχική δημοσίευση: Ragequit