LifeSteps.gr

Aragami 2 review

Aragami 2

Το πρωτότυπο Aragami ήταν ένα αρκετά ενδιαφέρον stealth παιχνίδι, που κατάφερε να ξεχωρίσει σε ένα είδος που τα τελευταία χρόνια δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα. Με την εξαίρεση της σειράς Hitman της IO Interactive και τα Dishonored της Arkane, δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε κάποια αξιόλογη πρόσφατη παραγωγή. Κάτι που είχε ως συνέπεια η ανακοίνωση ενός sequel να ανεβάσει το ενδιαφέρον για την κυκλοφορία του, πόσο μάλλον όταν η δημιουργός εταιρία Lince Works διέτεινε ότι οι φιλοδοξίες και το μέγεθος της ομάδας αυξήθηκαν κατά πολύ από την εποχή που το πρώτο παιχνίδι αποτελούσε απλώς ένα φοιτητικό project. Τους δικαιώνει όμως το αποτέλεσμα;

Η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολο να δοθεί, γιατί κατά κύριο λόγο εξαρτάται τι θα περίμενε κανείς από ένα σύγχρονο stealth game. Αν πρωτίστως πιστεύετε ότι η ποιότητα της AI είναι το άλφα και το ωμέγα για την εμπειρία που θα αποκομίσετε, τότε το Aragami 2 έχει μείνει τουλάχιστον είκοσι χρόνια πίσω. Αντίθετα, αν θεωρείτε ότι η μη-ρεαλιστική και «παιχνιδίζουσα» προσέγγιση είναι αυτό που ψάχνετε, το παιχνίδι είναι ικανό να προσφέρει κάποιες συγκινήσεις. Ακόμα και αν αρκετές από τις σχεδιαστικές επιλογές του δεν πετυχαίνουν διάνα ούτε εκεί.

Rising up from the dead.

Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να έχετε παίξει το πρώτο παιχνίδι για να βγάλετε άκρη με το σενάριο. Εξάλλου, η ιστορία μας τοποθετεί στην φανταστική χώρα του Rashomon, την εποχή της φεουδαρχικής Ιαπωνίας, και ξεκινάει με το θάνατο του ήρωα. Ο θάνατος όμως δεν είναι το τέλος και η μυστηριώδης μετατροπή του σε νεκροζώντανο ninja, τον οδηγεί στο χωριό Kakurega, όπου κατοικούν μόνο «ομοιοπαθείς» του.

Σκοπός μας λοιπόν είναι να γλυτώσουμε την clan Kurotsuba από τη δαιμονική επιδρομή της εχθρικής clan Akatsuchi, η οποία για αδιευκρίνιστους ακόμα λόγους, δεν επιθυμεί να υπάρχουν άλλες φυλές τριγύρω. Μία πρόκληση που δε μπορεί να μείνει αναπάντητη. Βέβαια, το κατά πόσο θα νοιαστείτε για την κατάληξη της ιστορίας είναι κάτι που μάλλον ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί επεδίωξαν να πράξουν. Ο τρόπος εξέλιξης της πλοκής δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μια δικαιολογία, ώστε να κοπανάμε ανυποψίαστους φουκαράδες φρουρούς.

Ακόμα και η δομή του παιχνιδιού έχει περισσότερο τη λογική ενός online game με δεκάδες αυτόνομες αποστολές αντί για story-based παιχνίδι με διακριτή αρχή και τέλος. Το χωριό διαθέτει ξεκάθαρα το ρόλο του hub και η λογική που ακολουθείται είναι τύπου «επιλέγω την επόμενη αποστολή και μόνος μου ή με δύο φίλους παρέα, ολοκληρώνω το objective». Άλλωστε, το coop mode είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά του Aragami 2 και όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε παιχνίδι με ανθρώπινο συμπαίκτη, η διασκέδαση είναι σαφώς ανεβασμένη, ιδίως αν παίζετε με οικείο πρόσωπο και όχι με τυχαίους παίκτες που κάνουν του κεφαλιού τους.

Συχνά οι εχθροί είναι “βολικά” τοποθετημένοι για να τους εξουδετερώσουμε αθόρυβα, όπως ο κύριος με το καπέλο εδώ.

Συνεχίζοντας με τα θετικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, το Aragami 2 ξεφεύγει από το αργό και μεθοδικό στυλ του προκατόχου του και επιλέγει μια αρκετά πιο γρήγορη και άμεση προσέγγιση. Εννοείται ότι οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι προσεκτικές, με τις σκιές να παραμένουν οι καλύτερες φιλενάδες μας, ενώ ο κάθε χάρτης που επισκεπτόμαστε είναι γεμάτος με πυκνά φυτά, πολύ βολικά τοποθετημένα για να κρυβόμαστε από τα αδιάκριτα βλέμματα.

Εντούτοις, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι υπάρχουν κάμποσες εναλλακτικές μέθοδοι για να προσεγγίσουμε μια κατάσταση. Μπορούμε να αποφύγουμε τελείως τη σύγκρουση ξεγλιστρώντας σαν γνήσιοι ninjas, να ρίξουμε αναίσθητους ή να σκοτώσουμε τους φρουρούς, ενώ ο τρόπος που θα το κάνουμε αυτό επίκειται καθαρά στο δικό μας χέρι.

Είτε κρυμμένοι μέσα στη χλωρίδα, είτε κρεμάμενοι από κάποιο παράθυρο, είτε πέφτοντας από τις σκεπές, πουθενά δεν υπάρχει μόνο ένας «σωστός» τρόπος για να φτάσουμε στο στόχο μας. Σε συνδυασμό με τις ανεπτυγμένες αισθήσεις του ήρωά μας, που θυμίζουν ακτίνες Χ όταν πατάμε το ανάλογο πλήκτρο, αλλά και τις βασικές κινήσεις leap και dash, όπου κυριολεκτικά τηλεμεταφέρεται, οι μετακινήσεις στο χώρο είναι μια «αέρινη» και συχνά απολαυστική διαδικασία.

Όταν αλλάζει το χρώμα της στολής του ήρωα, πρακτικά είμαστε σχεδόν αόρατοι. Σχεδόν.

Αργότερα δε, που αποκτάμε νέες ικανότητες μέσω των XP (και χρημάτων βεβαίως, βεβαίως) που κερδίζουμε από την ολοκλήρωση των αποστολών, οι επιλογές μας πολλαπλασιάζονται. Skills όπως το Wraith που μας καθιστά εντελώς αόρατους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή το Blood Smoke που γεμίζει με σύννεφα καπνού το θύμα μας έτσι ώστε μετά το φόνο να μας δοθεί ο απαραίτητος χρόνος να κρυφτούμε, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες προσθήκες στη φαρέτρα μας.

Απογοητευτικό όμως είναι το γεγονός ότι ο εξοπλισμός που φοράμε έχει μονάχα cosmetic χαρακτήρα, συνεπώς δεν υπάρχει κάποιο ουσιαστικό όφελος στο να ξοδεύουμε χρήματα σε καινούριες πανοπλίες και σπαθιά. Τουλάχιστον μπορούμε να τοποθετήσουμε κάποιους ρούνους πάνω τους, έτσι ώστε να αποκτήσουμε κάποιο μόνιμο buff, που όμως συνήθως συνοδεύεται και από κάποιο de-buff (π.χ. περισσότερο stamina στο stealth, λιγότερο armor).

Τα προβλήματα αρχίζουν όταν το παιχνίδι καλείται να μας δείξει την κλάση του στην artificial intelligence. Εκεί τα πράγματα είναι επιπέδου Γ’ Εθνικής. Οι φρουροί κινούνται αυστηρά σε προκαθορισμένα μονοπάτια και δεν παρεκκλίνουν ποτέ από αυτά, ενώ πολύ συχνά αποδεικνύονται στραβοί και κουφοί ταυτόχρονα. Είναι αστεία εύκολο να αποκρυπτογραφήσει κανείς το μοτίβο τους και να εξοντώσει έναν-έναν όλους τους φρουρούς, χωρίς να πάρει κανένας μυρωδιά.

Η χαζομάρα τους δε είναι τόσο μεγάλη που ακόμα και αν εξουδετερώσουμε έναν συγκεκριμένου τύπου φύλακα, όπου ο ρόλος του είναι απόλυτα ξεκάθαρος ότι δεν πρέπει ποτέ να μετακινηθεί από τη θέση του, ο φίλος του που κάνει περιπολία δε θα δώσει ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ σημασία γιατί λείπει. Είναι η «παιχνιδίζουσα» προσέγγιση που λέγαμε στην αρχή του άρθρου, η οποία έχει μεν την πλάκα της, αλλά το ημερολόγιο γράφει 2021 πλέον και όχι 2001.

Κάποιες φορές θα χρειαστεί να κρυφακούσουμε συζητήσεις για να μάθουμε το επόμενο objective. Ευτυχώς δε χρειάζεται να τους κυνηγάμε…

Στην περίπτωση που γίνουμε αντιληπτοί, πράγμα που συνήθως συμβαίνει από δική μας απροσεξία ή βιασύνη και όχι επειδή η AI είδε το φως το αληθινό, το Aragami 2 μεταφέρεται σε combat mode. Ένα mode που δυστυχώς έχει υλοποιηθεί πολύ άγαρμπα. Κατά κάποιον τρόπο, αποπειράται να θυμίσει το Sekiro, έχοντας το parry ως βασική προϋπόθεση για να νικήσουμε τον αντίπαλό μας, αλλά κάθε σύγκριση με το αριστούργημα της From Software είναι τουλάχιστον αστεία.

Πόσο μάλλον όταν η κάμερα κάνει απίστευτα τερτίπια και στριφογυρίζει όπως θέλει, ενώ αρκετές φορές το parry δε λειτουργεί καθόλου σωστά (δυο-τρία χτυπήματα αρκούν για να είμαστε νεκροί), με συνέπεια η ιδανικότερη λύση είναι να το βάλουμε στα πόδια. Άλλωστε, ύστερα από λίγη ώρα, οι φρουροί θα επιστρέψουν στις θέσεις τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα, με τις συνέπειες να περιορίζονται σε μια χαμηλότερη αξιολόγηση στο τέλος της αποστολής (άρα λιγότερα XP).

Αποστολές που εκπλήσσουν με τον αριθμό τους, καθώς υπάρχουν εννέα κεφάλαια με 51 συνολικά αποστολές, πράγμα που σημαίνει ότι ως διάρκεια το παιχνίδι είναι πολύ χορταστικό, σωστά; Όχι ακριβώς. Κάθε αποστολή είναι σχετικά μικρή σε διάρκεια (δέκα με είκοσι λεπτά περίπου), δεν υπάρχει δυνατότητα αποθήκευσης κατά τη διάρκεια της, ενώ αν σκοτωθούμε δύο φορές, τότε θα πρέπει να την επαναλάβουμε.

Όμως, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά σε τραγικό βαθμό, καθώς την ίδια περιοχή θα χρειαστεί να την επισκεφτούμε πέντε με έξι φορές! Φυσικά τα objectives και η τοποθέτηση των φρουρών διαφέρουν, αλλά όταν βλέπεις για πολλοστή φορά τα ίδια σπιτάκια, τα ίδια οχυρά και τις ίδιες σπηλιές, η ανία ξεπροβάλλει περήφανα στο περβάζι. Σε αυτό δε βοηθούν και το ποιον των objectives, που είναι κοινότυπα, αδιάφορα και παρόμοιας, fetch quest, λογικής. Μάζεψε τρεις περγαμηνές, σκότωσε τρεις τύπους και φύγε. Και φτου και από την αρχή.

Η δυνατότητα να “σκανάρουμε” την περιοχή για πιθανούς κινδύνους και σημεία ενδιαφέροντος είναι χρησιμότατη.

Πιθανόν ο λόγος αυτού του σχεδιασμού είναι για να δοθεί πληθώρα «υλικού» για εκτεταμένη χρήση του co-op mode, όπου το παιχνίδι δείχνει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση. Ακόμα και έτσι όμως, για πόσο θα μπορέσει κανείς να ανεχτεί την ασύδοτη επαναληψιμότητα του; Η απάντηση μάλλον δεν είναι κολακευτική για το Aragami 2.

Ούτε ιδιαίτερα κολακευτικά είναι και τα σχόλια για τον οπτικοακουστικό τομέα του παιχνιδιού. Αν και τα γραφικά του δεν είναι αποκρουστικά για το μάτι και διαθέτουν ωραίους χρωματισμούς, η υλοποίηση των χαρακτήρων και του περιβάλλοντος μοιάζουν όντως με παραγωγή προ-περασμένης δεκαετίας – ειδικά στα κοντινά πλάνα. Δε λείπουν και ορισμένα glitches στη μηχανή γραφικών, κυρίως clipping και στιγμιαία χαμένα textures που δυστυχώς θυμίζουν ερασιτεχνική προσπάθεια.

Στα ατού είναι σίγουρα το soundtrack, το οποίο είναι εύστοχα ατμοσφαιρικό και μελωδικό (πολύ ωραίο το θέμα στο χωριό), αλλά η μουσική καθ’ αυτή δεν κάνει το παιχνίδι. Το gameplay είναι αυτό που μένει στο τέλος της ημέρας.

Αναμενόμενη κατάληξη για τον ανυποψίαστο φρουρό, όταν κρυβόμαστε στις σκιές.

Το Aragami 2 έχει τις θετικές στιγμές του, η παλαιομοδίτικη άποψή του για τα stealth games ενίοτε έχει το γούστο της, αλλά εν τέλει, η γεύση που αφήνει είναι ότι πρόκειται για έναν μετριότατο τίτλο. Προς τιμήν της, η Lince Works αποφάσισε να μην ακολουθήσει την εύκολη λύση της απλής βελτίωσης των κακών κειμένων του πρώτου Aragami και να τη πλασάρει ως sequel, αλλά το αποτέλεσμα δε δικαιώνει την απόφαση αυτή. Ίσως την επόμενη φορά.

Αρχικη δημοσίευση: Ragequit

Exit mobile version