LifeSteps.gr

The Ascent review

The Ascent

Η λατρεία του κόσμου για τα ισομετρικά action/RPG’s είναι δεδομένη. Από την εποχή του πρώτου Diablo μέχρι τώρα, έχουν κυκλοφορήσει δεκάδες παραλλαγές της αγαπημένης αυτής συνταγής, με αυτή που τα τελευταία χρόνια να διατηρεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να είναι το Path Of Exile, εξαιτίας βέβαια και της free-to-play φύσης του. Ένα παρόμοιο action/RPG που θα διαδραματίζεται σε έναν cyberpunk setting τύπου Blade Runner δε θα ήταν μια εξαιρετική ιδέα; Σίγουρα θα ήταν, οπότε συνεχίστε να περιμένετε. Γιατί το The Ascent της Σουηδικής Neon Giant δεν είναι τέτοιο παιχνίδι.

Πρόκειται για ένα καθαρόαιμο shooter, twin-stick όπως τα λένε στο χωριό μου, το οποίο απλώς προσθέτει μερικές πινελιές RPG. Ήτοι, κάποια επιπλέον στατιστικά από εκείνα που θα βρίσκαμε σε ένα παιχνίδι όπως το Chaos Engine (αν δε γνωρίζετε ποιο είναι αυτό, google is your friend), τυχαίο loot περιορισμένης μορφής και ένα υποτυπώδες σενάριο. Ένα σκαλί παραπάνω δηλαδή από το μέσο όρο της κατηγορίας.

Ο Veles είναι εντυπωσιακός όσο και μίζερος.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ελαφρώς απογοητευτικό που το The Ascent δεν είναι τέτοιας λογικής action/RPG ή προτιμότερα, ένα RPG φτιαγμένο από τη Larian ή την Owlcat. Ο λόγος είναι ο φανταστικός κόσμος που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι της Neon Giant. Ο πλανήτης Veles, στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία, είναι βγαλμένος αυτούσιος από τις σελίδες των βιβλίων του Philip K. Dick και του φακού του Ridley Scott.

Ένας δυστοπικός και ανατριχιαστικά ζοφερός κόσμος, καλυμμένος μόνο από άπλετο σκοτάδι και νέον φώτα, με τους κατοίκους διαφορετικών φυλών και ειδών να συμβιώνουν αρμονικά (;) κάτω από τη μπότα της πανίσχυρης εταιρείας Ascent Group, η οποία λειτουργεί ως ο απόλυτος άρχων του πλανήτη. Άρχων σε κάθε τομέα, είτε σε διοικητικό είτε σε οικονομικό, με τους σκληρά εργαζόμενους της (indent όπως ονομάζονται) να αποτελούν μια σύγχρονη εκδοχή των σκλάβων, με ελάχιστα έως μηδενικά δικαιώματα.

Mayhem Brawler review

Παρ’ όλα αυτά, η Ascent Group, για αδιευκρίνιστους λόγους, κηρύσσει πτώχευση, γεγονός που κυριολεκτικά καταρρέει την κοινωνία του Veles. Οι συνέπειες σε τέτοιες καταστάσεις είναι αναμενόμενες: χάος, αναρχία και έναρξη ενός αιματηρού πολέμου μεταξύ λοιπών εταιρειών και εγκληματικών συμμοριών για το ποιος θα κερδίσει τα σκήπτρα της διακυβέρνησης του πλανήτη.

Κάπου εδώ εισάγεται και η παρουσία του σιωπηλού indent ήρωά μας, του οποίου τα χαρακτηριστικά και το φύλο τα επιλέγουμε εμείς, προκειμένου να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά. Με μόνο προσόν την ικανότητά του σε εκατοντάδες φόνους. Άλλωστε, αυτό είναι και το ισχυρότερο ατού ενός homo sapiens σε μια ακέφαλη κοινωνία όπως είναι πλέον ο Veles.

Ένας από τους πρώτους εργοδότες μας.

Η εξέλιξη της πλοκής στο The Ascent δε διεκδικεί κάποιο χρυσό αγαλματίδιο, αντίθετα μας φάνηκε λίγο μπερδεμένη και επιφανειακή. Εξάλλου οι περισσότερες, αν όχι όλες, αποστολές που μας αναθέτουν οι διάφοροι εργοδότες μας έχουν ως κοινό παρονομαστή να μεταβούμε σε ένα συγκεκριμένο μέρος, πυροβολώντας όποιον ανόητο τολμήσει να βρεθεί μπροστά μας. Καθαρά μισθοφορικός ο ρόλος μας λοιπόν, αλλά για ένα παιχνίδι twin-stick shooter, είναι κάτι παραπάνω από αρκετός.

Eastward review

Στον τομέα αυτό, το The Ascent τα καταφέρνει περίφημα. Η δράση είναι έντονη και ορισμένες φορές καταιγιστική, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι με την τακτική του «ορμάτε και βαράτε στο ψαχνό» δε θα μπορέσουμε να φτάσουμε μακριά. Όσο και αν δεν του φαίνεται αρχικά, το παιχνίδι απαιτεί από τον παίκτη να προσεγγίζει τις μάχες με φειδώ και σωστή κάλυψη. Άλλωστε, υπάρχει ξεχωριστό πλήκτρο για cover, το οποίο βοηθά σε αρκετές καταστάσεις, αλλά επ’ ουδενί δεν αποτελεί πανάκεια, καθώς οι αντίπαλοί μας δε χάνουν την ευκαιρία να μας περικυκλώσουν.

Ενδιαφέρον μηχανισμός αποδεικνύεται το γεγονός ότι μπορούμε με ένα κουμπί να σηκώσουμε ψηλά την κάννη του όπλου, αφενός για να μπορέσουμε να πυροβολήσουμε όταν βρισκόμαστε πίσω από κάλυψη, αφετέρου για να σκοπεύσουμε στο κεφάλι των πιο υψηλόσωμων εχθρών.

Το ταξί κοστίζει, οπότε αν δεν σας περισσεύουν, υπάρχει και η λύση του μετρό.

Ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια του παιχνιδιού The Ascent, όπου ο ήρωας είναι αρκετά αδύναμος, η χρήση του cover κρίνεται ως επιτακτική. Μετά από μερικές ώρες προόδου, όμως, τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή, με τον ήρωα μας να ισχυροποιείται σημαντικά. Κύρια αιτία είναι ο πλούσιος εξοπλισμός που βρίσκουμε κατά τη διάρκεια της περιπέτειας είτε από ηττημένους εχθρούς (π.χ. bosses ή ημι-bosses ) είτε από σεντούκια, σε συνδυασμό με το κλασικό levelling και τα διάφορα attributes. Ο εξοπλισμός αφορά τρία μέρη του σώματος (κεφάλι, θώρακας και πόδια), τη χρήση augmentations/modules και των όπλων.

Aragami 2 review

Ιδιαίτερα στα όπλα έχει δοθεί αρκετά μεγάλη προσοχή από πλευράς developers, έχοντας ικανοποιητική ποικιλία τύπων, όπως assault & submachine rifles, shotguns, rocket launchers, ενώ υφίστανται και τα πιο περιορισμένης χρήσης όπως οι χειροβομβίδες (frag ή shockwave) και μερικά άλλα πιο… extreme. Όλα αυτά μπορούμε να τα ψωνίσουμε και από τα καταστήματα, αλλά κάθε όπλο και κάθε πανοπλία διαθέτουν ακριβώς τα ίδια προκαθορισμένα χαρακτηριστικά, απ’ όπου και αν το αποκτήσουμε.

Συνεπώς, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να lootάρουμε ακατάπαυστα όπως αναλόγως θα πράτταμε σε ένα ARPG, ελπίζοντας να βρούμε παρόμοιο όπλο με καλύτερα στατιστικά. Το μόνο που μπορούμε να αλλάξουμε πάνω τους είναι, αφού μαζέψουμε αρκετά components (basic, advanced και superior), να τα αναβαθμίσουμε μέσω των τοπικών vendors. Βέβαια, τα διπλά και τριπλά όπλα που αναπόφευκτα θα αποκτήσουμε, μπορούμε αργότερα να τα μοσχοπουλήσουμε, τακτική που μπορεί να μας αποφέρει αρκετά κεφάλαια για να επενδύσουμε σε περισσότερα augmentations/modules.

Απολαυστικότατο το συγκεκριμένο augmentation.

Αν και μπορούμε εξίσου να τα συλλέξουμε κατά την περιπλάνησή μας, τα augmentations αποτελούν game-changer παράγοντα των μαχών, ενώ τυχόν αλόγιστη χρήση τους περιορίζεται από το επίπεδο energy που διαθέτουμε (κάτι σαν mana). Είναι εφικτό να έχουμε ενεργοποιημένα ταυτόχρονα έως δύο augmentations, που ποικίλλουν από πανίσχυρα melee χτυπήματα και τεράστιες δέσμες laser μέχρι φονικές μηχανικές αράχνες. Ιδιαίτερα στα τελευταία στάδια του παιχνιδιού, όπου γίνεται ο «κακός χαμός», η επιλογή των σωστών augmentations κάνει τη διαφορά μεταξύ μιας συντριπτικής ήττας και μιας πανηγυρικής νίκης.

Από την άλλη, τα modules στο The Ascent έχουν συμπληρωματικό ρόλο, εμφανώς λιγότερες διαθέσιμες επιλογές από τα augmentations, αλλά ενισχύουν και αυτά τον ήρωά μας με τον τρόπο τους, όπως για παράδειγμα ελαφρώς αυξημένη υγεία ή τηλεμεταφορά αντί για την απλή τούμπα που αντιπροσωπεύει το dodge. Εκτός των άλλων, υφίσταται ένας μηχανισμός hacking, ο οποίος είναι μάλλον απλοϊκός και η απόδοσή του εξαρτάται από τα αντικείμενα Cyberdeck που έχουμε εντοπίσει ως εκείνη τη στιγμή, με τη σπανιότητά τους να αποτελεί αφορμή για περισσότερη εξερεύνηση.

ED-209 εσύ;

Εντούτοις, όσο καλοφτιαγμένο και αν είναι το shooting κομμάτι, το The Ascent έχει ορισμένα θέματα που αλλοιώνουν ελαφρώς τη γενική εικόνα. Το μεγαλύτερο ελάττωμα, το οποίο θα λέγαμε ότι είναι περισσότερο ενόχληση παρά πρόβλημα, είναι οι αποστάσεις που χρειάζεται να διανύουμε κάθε φορά, σε συνδυασμό με το fast travel σύστημα των ταξί. Ετοιμαστείτε λοιπόν για πολύ περπάτημα μέχρι να φτάσετε στον εκάστοτε στόχο, πολλές φορές περνώντας ξανά και ξανά από τις ίδιες περιοχές και πυροβολώντας τους ίδιους εχθρούς. Το fast travel υποτίθεται ότι διορθώνει το θέμα του backtracking, όμως το παιχνίδι δεν επιτρέπει να ταξιδέψουμε σε όποιο checkpoint θέλουμε, απ’ όπου και αν βρισκόμαστε.

Ο λόγος είναι ότι ο πλανήτης Veles χωρίζεται σε πέντε μεγάλες ζώνες, στις οποίες δε μπορούμε να μεταβούμε άμεσα μεταξύ τους μέσω ταξί ή μετρό, παρά μόνο στα επιμέρους τμήματά τους. Αναγκαστικά λοιπόν, θα πρέπει να πάρουμε τα ποδαράκια μας μέχρι τη σχετική έξοδο, ώστε να βρεθούμε στην άλλη ζώνη. Αψυχολόγητη απόφαση, που μπορεί κάπως να δικαιολογείται από το lore του παιχνιδιού (τα ταξί των πληβείων δεν επιτρέπεται να επισκέπτονται την περιοχή των πλούσιων αστών), αλλά πρακτικά το μόνο που επιτυγχάνει είναι να κουράζει τον παίκτη με ακόμα περισσότερο βαρετό περπάτημα.

Οι γλυκές αραχνίτσες βγήκαν παγανιά για φρέσκο κρέας…

Περπάτημα που, ιδίως στα πρώτα στάδια του παιχνιδιού, εντείνεται από την υλοποίηση των side quests. Αναμφισβήτητα, οι δευτερεύουσες αποστολές αποτελούν ένα πολύ καλό τρόπο να πολλαπλασιάσουμε γρήγορα τα χρήματα και τα xp μας, ενώ διαθέτουν μια αρκετά απλή και ξεκάθαρη δομή (κατά βάση είναι fetch quests). Μόνο που πολλές φορές ο δρόμος για να φτάσουμε ως εκεί είναι κλειστός πίσω από progress-blocks της κύριας αποστολής, κάτι για το οποίο δεν έχουμε την παραμικρή ενημέρωση. Ούτε καν ένα τόσο δα μικρό σημείωμα.

Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό να αναλάβουμε μια χαμηλού level αποστολή, να αφιερώσουμε πέντε με έξι λεπτά πληκτικής πεζοπορίας για να διαπιστώσουμε ότι τελικά ο στόχος μας εντοπίζεται σε μια ζώνη που δεν έχουμε πρόσβαση, παρά μόνο μετά τη μέση του παιχνιδιού. Αυτό μας ακούγεται κάπως ως κακός σχεδιασμός και κάνει παρέα με την υλοποίηση του χάρτη και του minimap, τα οποία σίγουρα θα έπρεπε να είχαν σαφέστερη απεικόνιση, καθώς περισσότερο μπερδεύουν παρά ξεδιαλύνουν τα πράγματα.

Επί της ουσίας όμως, το The Ascent δεν υποφέρει από πολύ σοβαρά ζητήματα. Οι μάχες του είναι απολαυστικές, φρενήρεις και όσο πρέπει δύσκολες, με την εξαίρεση των ύστατων αποστολών, όπου εκεί το παρακάνει με την πληθώρα των εχθρών. Είναι σαν να τους τελείωσαν οι ιδέες και να επέλεξαν την εύκολη λύση των άφθονων δύσκολων εχθρών να μας επιτίθενται ταυτόχρονα. Πάντως με τη δυνατότητα co-op (είτε online είτε τοπικά), η διασκέδαση εκτοξεύεται εκθετικά και κατά πάσα πιθανότητα, δε θα σας απασχολήσει καθόλου η εν λόγω απόφαση. Το παιχνίδι είναι πρωτίστως shooter και δε ντρέπεται καθόλου γι’ αυτό.

Προφανώς στη ζώνη αυτή κατοικούν άνθρωποι με υψηλά εισοδήματα. Money rules the world.

Απεναντίας, το αναδεικνύει χάρη στον εντυπωσιακό τεχνικό τομέα του, όντας χάρμα οφθαλμών με εξαιρετικούς χρωματισμούς, φωτοσκιάσεις, animation και physics. Ειδικά αν έχετε GPU που υποστηρίζει ray-tracing, ετοιμαστείτε να γίνετε μάρτυρες ενός από τα πιο άρτια υλοποιημένα παιχνίδια του είδους. Στο σύστημα δοκιμής (i5-4670, 16GB RAM, 1660Ti), δεν είχαμε τη δυνατότητα να το τεστάρουμε, αλλά παίζοντας στο DX11 mode με όλες τις ρυθμίσεις στο μέγιστο, το παιχνίδι είχε πολύ καλή απόδοση.

Εξαίρεση ορισμένα frame drops σε περιοχές με πολυκοσμία (όπως στην περιοχή Cluster 13) ή κάποια stuttering που έκαναν την εμφάνισή τους κάθε φορά που επισκεπτόμασταν μια νέα ζώνη, τα οποία αποτελούν και σχετικά συνηθισμένο θέμα των παιχνιδιών που «φορούν» τη μηχανή Unreal Engine 4.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να δώσουμε στο soundtrack του συνθέτη Pawel Blaszczak, το οποίο είναι απίθανο. Χωρίς να είμαι τεράστιος λάτρης της ηλεκτρονικής μουσικής, δεν χόρταινα να ακούω τις εμπνευσμένες μελωδίες του προαναφερθέντος κυρίου, ενώ η ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα synthesizers, συνθέτουν ένα πραγματικό ηχητικό κόσμημα. Σε στιγμές, μου θύμισε τα μουσικά θέματα που ακούγαμε στην εποχή της Amiga και αυτό μόνο ως θετικό μπορεί να αξιολογηθεί.

Please mind the gap between the train and the platform.

Συνοψίζοντας, το The Ascent είναι ένα τιμιότατο και προσεγμένο twin-stick shooter, ιδιαίτερα σε συνεργατικό mode είναι ικανό να εκκρίνει τεράστιες ποσότητες αδρεναλίνης. Μπορεί να μην αποφεύγει τα λάθη και τις ελλείψεις που θα του έδιναν ακόμα μεγαλύτερη αξιολόγηση, αλλά αν ψάχνετε για ένα παιχνίδι δράσης που θα σας διασκεδάσει στο έπακρο για περίπου δεκαπέντε ώρες, δε χρειάζεται να κοιτάξετε αλλού.

Αρχική δημοσίευση: Ragequit

Exit mobile version