«Η ναυτία» του Σαρτρ προκαλεί – χωρίς αμφιβολία – μεγάλη ναυτία σε κάθε αναγνώστη που θα τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του ήρωα Ροκαντέν. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για συνηθισμένους ή εφησυχασμένους αναγνώστες ίσως, να μην πρόκειται καν για μυθιστόρημα με κλασική σημασία του όρου, αλλά για μια δοκιμή πάνω στην πραγματικότητα της ύπαρξης.
Ο Σαρτρ χωρίς ενδοιασμό, μιμούμενος την τέχνη του χειρουργού, τοποθετεί το Ροκαντέν στη χειρουργική κλίνη της ύπαρξης – προς Θεού, όχι για να τον συγχωρήσει: το μόνο που θέλει είναι να τον τυφλώσει με το άπλετο φως που θα πέφτει πάνω του από τις προβολές της Συνείδησης, μπας και μ’ αυτόν τον τρόπο ο «ασθενής» διαπιστώσει από μόνος του τη βαριά του ασθένεια.
Ο Ροκαντέν πάσχει από τη βαρύτητα της ύπαρξης και από την χωρίς περιεχόμενο ζωής, χωρίς σκοπό μοναχικής παρουσίας του πάνω στη γη – χωρίς φίλους ή εχθρούς, ο Ροκαντέν, και πίσω απ’ αυτόν ο Σαρτρ, κινείται στη σφαίρα του απόλυτου, όπου η συγχώρεση παραδίνεται ακόμη στην αμείλικτη κριτική. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να διατηρήσουν μια τόσο απόλυτη στάση απέναντι στην απελπισία της ύπαρξης, όπως ο Ροκαντέν.
Η καταδίκη, όπως σημειώσαμε ήδη, είναι αμείλικτη κάθε τι που περνά έστω και φευγαλέα από τα μάτια εξορκίζεται στην κόλαση της κριτική, εφόσον αναπαράγει την χωρίς νόημα, ύπαρξη. Πολλές κατηγορίες ανθρώπων κατανέμονται μ’ αυτόν τον τρόπο τίποτα δεν καταφέρνει να τους γλυτώσει από τη χλεύη του Ροκαντέν, εκτός αν αναρωτιούνται περί της ύπαρξης τους. Και κάτι τέτοιο, σε καμία περίπτωση, δεν συμβαίνει. Αγέρωχα, εφησυχασμένα, ίσως και αδιάφορα, η πλειονότητα των ανθρώπων διασχίζει χωρίς συνειδησιακά ή υπαρξιακά προβλήματα το μονοπάτι της ζωής τους, την οποία ο Ροκαντέν έκρινε ως κενή και μονότονη.
Το βασικό μειονέκτημα του μυθιστορήματος του Σαρτρ δεν είναι η περιγραφή – με ειρηνικό ενίοτε τρόπο - των αλλοτριωμένων, μη συνειδητοποιημένων μορφών ζωής συγκεκριμένων πόλεων της Μπουβίλ, παρά η χωρίς συμπόνια και δίχως ίχνος αγάπης ανάλυσής τους. Το καταδικαστικό αποτέλεσμα που ανακοινώνει το εσωτερικό δικαστήριο των Σαρτρ – Ροκαντέν μας αφήνει μια πικρή γεύση, απέχοντας από το να μας θυμίσει το άρωμα του δικαίου όσο δίκιο κι αν έχουν, η απόφαση που παρουσιάζουν στερείται της δυνατότητας συμπαράστασης προς τους «καταδικασμένους», οι οποίοι και μετά από αυτήν θα παραμείνουν ανάλλαχτοι και αδιόρθωτοι.
Η τραγωδία της Ναυτίας του Ροκαντέν έγκειται στο γεγονός ότι παραμένει μια αρκετά προσωπική ιστορία που δεν αγγίζει έστω κι έναν συγχωριανό του. Επομένως, θα μείνει αναξιοποίητη, ο Ροκαντέν δεν μπορεί μόνος του να διαλύσει τα σύννεφα και να διώξει την καταχνιά, ούτε να βοηθήσει το φως να καταυγάσει τη συνειδησιακή πλάση των ανθρώπων. «Λοιπόν μπορεί κανείς να δικαιολογήσει την ύπαρξή του;» θα αναρωτηθεί προς το τέλος, δεν περιμένουμε φυσικά από το Ροκαντέν επαναστατικής μορφής ζυμώσεις, πέρα από τη δική του προσωπική σκέψη – οι άλλοι μένουν στη μοναξιά της αμάθειας.
Ο Ροκαντέν ελπίζει πως μόνος του πια μπορεί να σωθεί και να δικαιολογήσει την ύπαρξή του καιρός είναι να ξεχάσει τους υπόλοιπους. Εναποθέτει την ελπίδα στη συγγραφή ενός βιβλίου: «Όμως, θα ερχόταν σίγουρα μια στιγμή όταν το βιβλίο θα είχε γραφτεί, θα ήταν πίσω μου και νομίζω πως κάτι από τη λάμψη του θα έπεφτε πάνω στο παρελθόν μου. Τότε ίσως θα μπορούσα ανάμεσα απ’ αυτό, να αναπολήσω τη ζωή μου χωρίς αποστροφή».
Οι σελίδες ενός βιβλίου που θα έχουν προέλθει από την ψυχή του Ροκαντέν είναι η απόδειξη της σωτηρίας του – με άλλα λόγια, η απόπειρα δημιουργίας ενός κάτι, ενός βιβλίου, φτάνει να δικαιώσει το μοναχικό άνθρωπο απέναντι στο δύσπιστο και κριτικό εαυτό του. Η προσωπική κατάθεση, η μοναχική μαρτυρία που μπορεί να κομίσει ένας άνθρωπος διαμέσου ενός τυπωμένου βιβλίου σημαίνει τη βεβαιότητα ότι αυτός υπήρξε, που αυτό με τη σειρά του δεν μπορεί παρά να αποζημιώσει ότι δημιούργησε κάτι με το σπέρμα της ψυχής του.
Πηγή: Books and Words