Σε ηλικία 30 ετών ο Τζωρτζ Στάϊνερ, ένας από τους σπουδαιότερους κριτικούς λογοτεχνίας της εποχής μας δημοσιεύει την σπουδαία μελέτη του γύρω από τα δύο εμβληματικά μεγέθη της ρωσικής λογοτεχνίας, τον Τολστόϊ και τον Ντοστογιέφσκι, οριοθετώντας συγχρόνως τον τρόπο που πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς και τον τρόπο που πρέπει να σκεφτόμαστε κριτικά.
Για την εποχή που γράφτηκε η μελέτη ήταν πρωτοποριακή, όχι με την έννοια πως εισήγαγε κάτι καινοτόμο, αλλά αμφισβητώντας τα πορίσματα της "Νέας Κριτικής" που βρισκόταν τότε στο προσκήνιο η οποία απέδιδε σημασία "στη λεπτομέρεια της μορφής, στην αμφισημία και στο αυτοσυνείδητο των σχημάτων του λόγου". Ο Τζωρτζ Στάϊνερ θέλει να δει τα πράγματα λίγο βαθύτερα γι' αυτό αναζητεί τις θεολογικές και υπαρξιακές ρίζες των έργων που έχει απέναντί του τονίζοντας στον πρόλογο στην 2η έκδοση του βιβλίου του πως "προσπάθησε να καταδείξει ότι το κύρος των δύο συγγραφέων δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη θεολογική τους στράτευση".
Με άλλα λόγια, πήρε στα σοβαρά τα όσα είχαν να πουν οι δύο μεγάλοι συγγραφείς αναφορικά με το περί Θεού ερώτημα το οποίο, με τη σειρά του, υπονοούσε σαφή τοποθέτηση για το περί ανθρώπου ερώτημα. Η γραφή του Τζωρτζ Στάϊνερ κυλά τόσο άνετα (γι' αυτό ευθύνεται, φυσικά, και η μετάφραση του Κ. Σπαθαράκη για την οποία θα είναι περήφανος ο αειθαλής Στάϊνερ) όσο και ο προφορικός του λόγος, ένας λόγος που καταπλήσσει με την ρητορική και επιχειρηματολογική δεινότητα του.
Καταπλήσσει όμως και η ειλικρίνεια του, καθώς παραδέχεται κατηγορώντας συνάμα τον εαυτό του γι' αυτό επειδή δεν γνώριζε ρωσικά, πως η κριτική προσέγγιση των κειμένων έγινε αποκλειστικά μέσω των διαθέσιμων μεταφράσεων που είχε των Ρώσων κλασικών, ειδικότερα των αξεπέραστων μεταφράσεων στην αγγλική των Λουίζ και Έλμερ Μωντ και Κονστάνς Γκάρνετ.
Ο Στάϊνερ οριοθετεί το αόρατο νήμα που συνδέει το έργο των Ρώσων κλασικών με τους λογοτέχνες και δραματικούς συγγραφείς του παρελθόντος. Έτσι, ο επικός Τολστόϊ κατάγεται από τα έπη του Ομήρου, ενώ ο Ντοστογιέφσκι αναφέρεται πνευματικά στον Σαίξπηρ. Αλλά και η επιλογή του κάθε αναγνώστη δεν είναι άμοιρη των εσωτερικών προδιαθέσεων του, καθώς πρόκειται "για δύο αντιτιθέμενες ερμηνείες της ανθρώπινης μοίρας, του ιστορικού μέλλοντος και του μυστηρίου του Θεού".
Η πολυμάθεια του Στάϊνερ, και η εξαιρετική μνήμη που διαθέτει, τον βοηθά να ξετρυπώνει από την παγκόσμια λογοτεχνία ρήσεις, υπαινιγμούς, επισημάνσεις, αντιθέσεις και συμφωνίες με τους συγγραφείς που εξετάζει πείθοντας τον αναγνώστη πως η ενασχόληση με την ανάγνωση λογοτεχνικών έργων δεν μπορεί να είναι ούτε πάρεργο, ούτε μια έστω υψηλή διασκέδαση, αλλά μάθημα ζωής και διδάσκει πειθάρχηση και συγκέντρωση του εαυτού στο γράμμα και το πνεύμα του κειμένου- είναι μια πολύ σοβαρή ασχολία.
Έτσι, παράλληλα με την σκιαγράφηση του έργου των δύο Ρώσων κλασικών έχουμε την παράθεση ονομάτων άλλων μεγάλων συγγραφέων που ως λαμπροί αστερισμοί αστράφτουν στο στερέωμα που μεσουρανούν ο Τολστόϊ και ο Ντοστογιέφσκι αντανακλώντας σ' αυτούς το φως, αλλά, όπως λέει και το γραφικό "αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη".
Η επιλογή ανάμεσα σε Τολστόϊ και Ντοστογιέφσκι είναι ζήτημα υπαρξιακής επιλογής και της εικόνας που έχει καθένας για τον Θεό και τον άνθρωπο. Ο Τολστόϊ αντιλαμβάνεται την αρχή και το τέλος της ιστορίας που είναι ο Ιησούς Χριστός όχι με τα δεδομένα και τα δόγματα της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά εξορθολογίζοντας το μήνυμα του ευαγγελίου φέρνοντας το περισσότερο κοντά στα μέτρα του ανθρώπου, ενώ ο Ντοστογιέφσκι, πιο σκοτεινός και τραγικός, ζώντας το παράλογο της ύπαρξης και αναζητώντας την παρουσία ενός Λυτρωτή παραδέχεται πως θα προτιμούσε τον Χριστό της Εκκλησίας από την αλήθεια, αν η δεύτερη δεν είχε καμιά σχέση με τον Θεάνθρωπο.
Ο Τολστόϊ "με την προσωπική και συχνά αυθαίρετη ερμηνεία του ευαγγελίου", όπως μας λέει ο Στάϊνερ, ολισθαίνει στην ίδια λογική των αρχαίων αιρεσιαρχών που κόβοντας και ράβοντας, όπως κυριολεκτικά έκαμαν μερικοί εξ αυτών, τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, επιχείρησαν να προσδώσουν μια ορθολογική ερμηνεία της παρουσίας του Χριστού. Αυτό που σώζει τον Τολστόϊ είναι η καλλιτεχνική μεγαλοσύνη του έργου του και ο πλούτος των εικόνων και των ιστοριών που έχει να διηγηθεί, καθώς και ο ανθρωπισμός, μέσω της θεϊκής αντίληψης που προασπίζει, που δονεί την φιλοσοφία του. Οι διαφορές όμως είναι ορατές.
Ο Στάϊνερ παραθέτει την άποψη του Μπερντιάεφ που λέει πως "η ιδιοφυϊα του Τολστόϊ ανήκε στο είδος του προφήτη και του θρησκευτικού αναμορφωτή, όχι όμως σε εκείνο του θεολόγου με την παραδοσιακή τεχνική έννοια". Άλλωστε ήταν οι απόψεις του Τολστόϊ που βρήκαν αν όχι εφαρμογή, πάντως ευήκοα ώτα στους φορείς της πολιτικής εξουσίας όπως ήταν οι μπολσεβίκοι του Λένιν και σε διάφορα χιλιαστικά κινήματα που είδαν σ' αυτόν μια θεωρία καταδίκης της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ο Ντοστογιέφσκι, αντίθετα, απέρριψε την ουτοπία της επί γης βασιλείας αναζητώντας την αλήθεια στον έσω μετανοημένο άνθρωπο, μένοντας περισσότερο πιστός στην εκκλησιαστική κατανόηση του Ιησού Χριστού. Η μεγάλη διαφορά τους τελικά έγκειται στο ότι ο Ντοστογιέφσκι αναμετρήθηκε με την άβυσσο της ψυχής του ανθρώπου, είδε την άβυσσο αλλά δεν τη φοβήθηκε, καθώς "ήταν εξαιρετικά δύσπιστος απέναντι στην ανθρωπιστική διδασκαλία και προτιμούσε να βρίσκεται μαζί με τους πονεμένους, τους τρελούς και κάποτε εγκληματικά διεστραμμένους "δούλους του Θεού".
Ο Τολστόϊ στο προσκεφάλι του, στις τελευταίες μέρες της ζωής του, λέγεται ότι είχε ένα αντίγραφο των "Αδελφών Καραμαζόβ" μαζί με τα "Δοκίμια" του Μονταίν, προσπαθώντας έτσι να εξισορροπήσει τις αντικρουόμενες τάσεις της ψυχής του. Συχνά αναρωτιέμαι, πως θα με βρει και μένα αυτή η ώρα. Τουλάχιστον κάποια μέτρα έχω πάρει, και απέναντι από το κρεβάτι μου, σε ένα ντουλάπι, βρίσκονται αραδιασμένοι όλοι οι τόμοι του Τολστόϊ και του Ντοστογιέφσκι, καθώς και οι κορνιζαρισμένες φωτογραφίες τους- αλλά αν ήθελα να έχω πιο κοντά μου, στο κομοδίνο, κάτι απ' αυτούς, θα επέλεγα επίσης τους "Αδελφούς Καραμαζόβ" και μάλιστα ανοιγμένο στις τελευταίες σελίδες όπου γίνεται αναφορά από τον Αλιόσα και την παρέα των παιδιών στην εκ νεκρών ανάσταση.
Αρχική δημοσίευση: Books and Words
Αφήστε μια απάντηση