Η κατάσταση με το Biomutant είναι μια υπόθεση που κράτησε αρκετά χρόνια. Συγκεκριμένα, το παιχνίδι αποτελεί τον παρθενικό τίτλο της Experiment 101, μιας Σουηδικής ομάδας ανάπτυξης που αποτελείται από πρώην υπαλλήλους της Avalanche Studios, γνωστή για τη σειρά Just Cause, οι οποίοι αυτομόλησαν το 2015 με σκοπό να δημιουργήσουν ένα παιχνίδι σύμφωνα με τα δικά τους θέλω. Η ανάπτυξη του παιχνιδιού ξεκίνησε λίγο μετά την ίδρυση της Experiment 101, κάτι που σημαίνει ότι το Biomutant, ούτε λίγο ούτε πολύ, βρισκόταν στα σκαριά εδώ και έξι χρόνια.
Ένα χρονικό διάστημα που σπάνια έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην ποιότητα ενός παιχνιδιού, καθώς ως γνωστόν, οι εξελίξεις στο χώρο των video games τρέχουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και οι διαφορές τόσο στον τεχνικό τομέα όσο και στους gameplay μηχανισμούς είναι εμφανείς χρόνο με το χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, το Biomutant αποδείχθηκε αρκετά φιλόδοξο ως project και ίσως μπροστά από την εποχή του, γι’ αυτό και η κυκλοφορία του εν έτει 2021 δεν ξενίζει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε γίνονται αντιληπτά κάποια θέματα στη δομή και την υλοποίηση των μηχανισμών του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το παιχνίδι μας μεταφέρει σε έναν μελλοντικό κόσμο, κατά βάση post-apocalyptic, όπου οι άνθρωποι δεν υφίστανται σαν είδος, παρ’ όλο που τα απομεινάρια της παρουσίας τους είναι ακόμα εμφανέστατα. Πλέον, κάτοικοι της γης είναι τα ζώα, τα οποία όμως έχουν υποστεί τρομακτικές μεταλλάξεις με συνέπεια να θυμίζουν αρκετά τους ανθρώπους τόσο σε εμφάνιση και συμπεριφορά όσο και σε τρόπο ζωής. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Βασικός πυλώνας της διατήρησης της ζωής πάνω στον πλανήτη αποτελεί το Tree of Life, ένα τιτάνιων διαστάσεων δέντρο, το οποίο όμως έχει αρχίσει να φθίνει εξαιτίας μιας τρομερής φυσικής καταστροφής. Ραδιενεργές ουσίες έxουν αρχίσει να αναβλύζουν από το έδαφος, με συνέπεια να προκαλείται τεράστια μόλυνση σε όλη την επικράτεια. Σαν να μην έφτανε αυτό, τέσσερα πελώρια τέρατα, που τους έχει δοθεί το προσωνύμιο World Eaters, έχουν εμφανιστεί μυστηριωδώς και κατατρώνε τις ρίζες του δέντρου. Ο χρόνος λοιπόν μετράει αντίστροφα και κάποιος πρέπει να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.
Κάπου εδώ ξεκινά και ο δικός μας ρόλος στην ιστορία, ο οποίος είναι απόλυτα καθοριστικός για την έκβαση της κρίσης. Αρχικά, το Biomutant εκπλήσσει με τα αυξημένα RPG στοιχεία που διαθέτει, για το είδος πάντα, καθώς η οθόνη δημιουργίας χαρακτήρα διαθέτει αρκετές επιλογές. Κατ’ αρχάς, μπορούμε να διαλέξουμε μία από τις έξι διαφορετικές ράτσες, οι οποίες ανάλογα με το σωματότυπό τους και τα βιολογικά τους χαρακτηριστικά, έχουν το ανάλογο αντίκτυπο στα βασικά attributes του χαρακτήρα μας, ήτοι Vitality, Strength, Charisma, Luck, Agility και Intellect. Αν έχετε παίξει έστω και ένα RPG στη ζωή σας, τα εν λόγω attributes δε θα είναι ξένα προς εσάς και δε χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης.
Γενικότερα, το παιχνίδι μας δίνει πολύ μεγάλη ελευθερία στην παραμετροποίηση του χαρακτήρα μας, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την επιλογή κλάσης. Υπάρχουν πέντε διαθέσιμες κλάσεις (έξι, αν έχετε προπαραγγείλει το παιχνίδι, μια μάλλον ατυχής απόφαση), οι οποίες δίνουν μεν ένα μικρό προβάδισμα στα αντίστοιχα attributes, αλλά δεν αποτελούν μια τελεσίδικη απόφαση που μας «κλειδώνει» εξ’ ολοκλήρου σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση.
Παραδείγματος χάρη, ο Commando εξειδικεύεται στα ranged weapons, οπότε έχει κάποια καλύτερα ποσοστά στη ζημιά που προκαλεί μακρόθεν, ενώ ο Psi–Freak, που λειτουργεί σαν μάγος και εξοντώνει τους αντιπάλους του με ψυχικές δυνάμεις, έχει ένα ατού ως προς την ταχύτερη ανανέωση του ΚΙ (το mana του παιχνιδιού). Παρ’ όλα αυτά, αν για οποιονδήποτε λόγο δεν μας άρεσε η αρχική μας επιλογή, τίποτα δεν μας εμποδίζει να αλλάξουμε και να ακολουθήσουμε ένα καινούριο μονοπάτι.
Άλλωστε το παιχνίδι διαθέτει αρκετό «ψωμί» ως προς τις επιλογές που μας δίνει στον τομέα της μάχης. Μπορούμε να επιλέξουμε να πολεμάμε unarmed (σαν άλλος kung-fu master), με dual-wielding όπλα, με two-handed, ακόμα και με διάφορους συνδυασμούς τους, ενώ διατηρούμε ταυτόχρονα και τη βοήθεια του Automaton, μιας μηχανικής ακρίδας που μας συνοδεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειας. Σε αυτόν τον τομέα, το Biomutant εκπλήσσει θετικά, καθώς ομολογουμένως δεν περιμέναμε να έχει δοθεί τόσο μεγάλη έμφαση και ποικιλία στον μηχανισμό της μάχης.
Μάλιστα διαθέτει μια αξιόλογη υλοποίηση, καθώς κάθε στυλ απαιτεί τελείως διαφορετική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στα ανακλαστικά μας ή/και στα Active Skills (Bio–mutations και Psi–Powers skills). Για παράδειγμα, σε έναν χαρακτήρα που προτιμά τη μάχη εκ του συστάδην, το σύστημα θυμίζει κάτι από παιχνίδια τύπου Devil May Cry, γεμάτο combos και counters, ενώ στους χαρακτήρες που χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα, το παιχνίδι μετατρέπεται σε third person shooter τύπου Outriders.
Αν και φυσικά οι μηχανισμοί μάχης ποιοτικά δεν φτάνουν τα προαναφερθέντα παιχνίδια, ίσως θα ήταν υπερβολικό να απαιτούμε κάτι τέτοιο, οι μάχες αποδεικνύονται λειτουργικές, στακάτες και στέκονται αξιοπρεπώς σε κάθε περίπτωση. Ιδίως αν παίζετε με gamepad, το οποίο προτείνεται ανεπιφύλακτα.
Βέβαια, το combat αποτελεί μόνο τη μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά είναι ο ανοικτός κόσμος του Biomutant και οι αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε γι’ αυτόν. Πρακτικά, έχουμε τρεις βασικούς στόχους στο παιχνίδι: να πολεμήσουμε τους World Eaters, να πάρουμε το μέρος μιας από τις έξι φυλές του παιχνιδιού και να εξολοθρεύσουμε ή να αφομοιώσουμε τις υπόλοιπες και να βρούμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε τον Lupa-Lupin, το τέρας που σκότωσε τη μητέρα μας και ισοπέδωσε το χωριό μας, όταν ήμασταν μικροί σε ηλικία.
Το πως θα επιλέξουμε να πορευθούμε επίκειται καθαρά στο δικό μας χέρι. Μπορούμε να είμαστε οι «καλοί Σαμαρείτες», να πάρουμε το μέρος μιας υγιούς φυλής, να βοηθήσουμε όλο τον κόσμο, να συγχωρήσουμε τον Lupa-Lupin και να σώσουμε το Tree of Life. Ή να πράξουμε ακριβώς τα αντίθετα. Οι αποφάσεις μας σε κάθε περίπτωση έχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη συμπεριφορά των άλλων φυλών προς το πρόσωπό μας όσο και στις αποστολές που θα κληθούμε να αναλάβουμε.
Κοινώς, το Light ή το Dark Path που θα ακολουθήσουμε προσφέρει διαφορετική εξέλιξη της υπόθεσης, η οποία μεταξύ άλλων προσφέρει και διαφορετικού είδους Active Skills, τα οποία δεν είναι εφικτό να αποκτήσει κάποιος που ανήκει στην «απέναντι» πλευρά. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι το «μαύρο-άσπρο» μοτίβο που ακολουθείται είναι λίγο απλοϊκό και σίγουρα δεν μπορεί να συναγωνιστεί άλλα «κανονικά» RPG. Παρ’ όλα αυτά, είναι μια άκρως καλοδεχούμενη προσθήκη που προσθέτει replayability στον τίτλο, καθώς το Biomutant είναι ένα παιχνίδι που «φωνάζει» για πολλαπλά playthroughs.
Playthroughs όμως που θα ήταν πιο ενδιαφέροντα, αν είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη δομή των αποστολών του παιχνιδιού. Δυστυχώς, το Biomutant πάσχει από…fetchquestίτιδα, καθώς τα κυριολεκτικά δεκάδες side quests που υφίστανται, μπορεί να είναι γενναιόδωρα σε XP και το levelling να πραγματοποιείται έτσι με ταχείς ρυθμούς, αλλά είναι κυρίως του τύπου «πήγαινε εκεί, βρες πέντε από αυτά που ψάχνω, φέρε τα πίσω», δημιουργώντας ένα αίσθημα πλήξης ύστερα από εκτεταμένα play sessions.
Η αρρώστια αυτή επεκτείνεται και σε μερικά από τα κεντρικά quests, ευτυχώς όχι σε ακραίο βαθμό, άλλωστε εκείνα είναι που οδηγούν στις πιο συναρπαστικές μάχες του παιχνιδιού με τα διάφορα bosses των φυλών και τα World Eaters. Ειδικά ο τρόπος που μας προετοιμάζει το παιχνίδι για τους World Eaters είναι αρκετά έξυπνος, καθώς σε κάθε περίπτωση αναλαμβάνουμε να κάνουμε craft (με τη βοήθεια άλλων χαρακτήρων φυσικά) ειδικά διαμορφωμένα οχήματα που είναι ικανά να αντιμετωπίσουν τους τιτάνες αυτούς, χωρίς να μας ισοπεδώσουν με ένα χτύπημα.
Εξάλλου, το crafting είναι ένα από τα βασικότερα στοιχεία του Biomutant, καθώς αποτελεί τον ιδανικότερο τρόπο για να βελτιστοποιήσουμε τον εξοπλισμό μας, πέρα των vendors. Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι γεμάτος (το τονίζουμε) από loot και πρώτες ύλες (με τη μορφή towers – τι ιδέα και αυτή), τα οποία μπορούμε να συλλέξουμε χωρίς περιορισμό και μέσω αυτών, να ενισχύσουμε τόσο την φαρέτρα μας όσο και την προστασία μας. Θα θέλαμε να σταθούμε λίγο σε αυτό το κομμάτι, καθώς κάθε τι που φοράμε και κραδαίνουμε, διαθέτει κάμποσα slots τα οποία μπορούμε να πειράξουμε, εφόσον τοποθετήσουμε εκεί κάποιο αντικείμενο. Ενδεικτικά, ένα σπαθί έχει ξεχωριστό slot για τη λαβή του, ξεχωριστό για την κόψη του, για τη βάση του και ούτω καθ’ εξής.
Ανάλογα με το αντικείμενο που τοποθετούμε λοιπόν, ως αποτέλεσμα μπορεί να έχει αυξηθούν χαρακτηριστικά όπως το critical hit, το armor-piercing, να προστεθεί fire damage κλπ. Αντίστοιχα και στον ιματισμό μας, μπορούμε να ισχυροποιήσουμε τη θωράκισή μας μας εύκολα και γρήγορα, ενώ ειδικές μάσκες μας δίνουν τη δυνατότητα να κυκλοφορούμε ανενόχλητοι σε μολυσμένες περιοχές. Οι επιλογές που ανοίγονται είναι πραγματικά εκατοντάδες και αν είναι κάτι που μπορεί να μας κάνει να αφιερώσουμε πολύ χρόνο στην εξερεύνηση του κόσμου του παιχνιδιού, αυτό είναι το crafting.
Ένας αχανής κόσμος που επεκτείνεται σε 8×8 χιλιόμετρα, είναι γεμάτος μυστικά, αρκετή ζωντάνια από πλευράς πανίδας που συνοδεύεται εξίσου από διάφορα τυχαία γεγονότα και ποικιλία διαθέσεων. Βουνά, θάλασσες, ποτάμια, έρημοι, πυκνά δάση, εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές ζώνες, πραγματικά ένας πολύ προσεγμένος και φτιαγμένος με μεράκι κόσμος που αξίζει κανείς να τον απολαύσει οδηγώντας ένα από τα οχήματα που μπορούμε να πιλοτάρουμε (όπως το mech ή το jet ski) ή με κάποιο από τα mounts που μπορούμε να εξημερώσουμε και να καβαλήσουμε.
Δε θα μπορούσαμε όμως να πούμε το ίδιο και για τους κατοίκους του κόσμου, καθώς ως επί το πλείστον, είναι τελείως αδιάφοροι. Θα λέγαμε ότι είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα του παιχνιδιού, καθώς επ’ ουδενί δεν κατορθώνει να μας κάνει να ενδιαφερθούμε γι’ αυτούς ή για τα κίνητρά τους, τα οποία είναι εξίσου απλοϊκά όπως η υλοποίηση του συστήματος Light & Dark.
Υπάρχει μάλιστα ένα quest που καλούμαστε να επιλέξουμε ποιους θα πάρουμε μαζί μας σε κάποια επικείμενη καταστροφή και ομολογουμένως δεν ίδρωσε καθόλου το αυτί μας ως προς το ποιοι θα είναι αυτοί. Γενικότερα η γραφή δεν είναι υψηλού επιπέδου και η ιδέα όλοι οι χαρακτήρες να μιλάνε αλαμπουρνέζικα και στη συνέχεια ο αφηγητής, που μας συνοδεύει με τη φωνή του σε κάθε μας βήμα, να μεταφράζει (υποτίθεται), είναι κουραστική και κάνει τους διαλόγους λίγο αγγαρεία.
Συνεπώς, το παιχνίδι σύντομα καταλήγει σε ένα αρκετά διασκεδαστικό playground, όπου καθορίζουμε με ορισμένες από τις αποφάσεις μας την εξέλιξη του παιχνιδιού και απλώς παρακολουθούμε τις συνέπειες αυτών. Σεναριακά λοιπόν, δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να μας συγκινήσει, από την άλλη πρόκειται για ένα παιχνίδι ευέλικτο και με πλούσιο περιεχόμενο που είναι ικανό να μας απασχολήσει για πάρα πολλές ώρες.
Βέβαια, ένα τυπικό playthrough δε διαρκεί για περισσότερες από δώδεκα ώρες, αλλά στο διάστημα αυτό δεν έχουμε αγγίξει παρά λίγα πράγματα από το παιχνίδι. Αν κάποιος θελήσει να ξεψαχνίσει και την τελευταία σπιθαμή του παιχνιδιού, πιθανότατα να χρειαστεί παραπάνω από σαράντα ώρες, αρκεί όμως να έχει και τη διάθεση να το πράξει, γιατί όπως προαναφέραμε… τα fetch quests καραδοκούν!
Περνώντας στον τεχνικό τομέα, το Biomutant δείχνει ελαφρώς την ηλικία του, καθώς η ποιότητα των γραφικών, ακόμα και στο μέγιστο των ρυθμίσεων, θυμίζει λίγο παιχνίδι του 2017, κυρίως στις υφές και στην υλοποίηση των ζωόμορφων χαρακτήρων. Παρ’ όλα αυτά, στέκεται αξιοπρεπώς, ειδικά στον τομέα του περιβάλλοντος, όπου είναι στιγμές που κάθεσαι και αγναντεύεις τον ορίζοντα, ιδιαίτερα κατά τη μετάβαση από νύχτα σε μέρα και τούμπαλιν. Αν είναι κάτι που σίγουρα θα επιθυμούσαμε όσον αφορά τον οπτικό τομέα, αυτό θα ήταν ομαλότερο animation κατά τη διάρκεια των μαχών.
Σε στιγμές δεν υπάρχει σωστή «ροή», είναι σαν ο ήρωας ή οι εχθροί να τηλεμεταφέρονται όταν εκτελούν συγκεκριμένες κινήσεις και αυτό χτυπάει λίγο άσχημα στο μάτι. Στα του ήχου, κατά κύριο λόγο ακούγονται ορισμένα όμορφα ambient μουσικά θέματα που συνοδεύουν τη δράση, ενώ το μοναδικό voice-over που υφίσταται είναι αυτό του αφηγητή, που σχολιάζει τα τεκταινόμενα και είναι αρκετά συμπαθητικός, χωρίς να επαναλαμβάνονται συχνά οι ατάκες του. Αν παρ’ όλα αυτά ενοχλείστε από την πολυλογία του, μπορείτε να μειώσετε τη συχνότητα που θα παίρνει το μικρόφωνο.
Συνοψίζοντας, το Biomutant είναι αναμφισβήτητα ένα αξιόλογο παιχνίδι, αλλά εξίσου φιλόδοξο, κάτι που συνεπάγεται σε κάποιους τομείς τα καταφέρνει αρκετά καλά (ανοικτός κόσμος, σύστημα μάχης, looting/crafting), ενώ σε κάποιους άλλους, δεν πατάει και τόσο γερά στα πόδια του (δομή αποστολών, σενάριο και χαρακτήρες). Σίγουρα, υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης και το μακρύ χρονικό διάστημα ανάπτυξης έπαιξε το ρόλο του στο τελικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως είναι αρκετά ικανοποιητικό για να βρει το κοινό του ανάμεσα στους λάτρεις των open-world games.
Αρχική δημοσίευση: Ragequit
Αφήστε μια απάντηση