Ομολογώ ότι το προηγούμενο παιχνίδι της Ιταλικής PsychoDev, Chronicle of Innsmouth, είχε ξεφύγει από το ραντάρ μου. Αν και τα adventures που είναι έντονα επηρεασμένα από το έργο του H.P. Lovecraft τραβούν πάντα την προσοχή μου (όπως τα κλασικά Shadow of the Comet και Prisoner of Ice ή ακόμα και οι πιο χιουμοριστικές εκδοχές του, όπως το Gibbous), το εν λόγω παιχνίδι δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό.
Ίσως αυτό να οφείλεται στην υπερβολική του προσκόλληση στην retro-pixel εκδοχή των point ‘n’ click adventures των αρχών της δεκαετίας του ’90 (AGS engine γαρ), ίσως στα απευκταία action-sequences που περιλάμβανε. Ανεξάρτητα όμως από το μέγεθος της επιτυχίας του, το Chronicle of Innsmouth απέκτησε ένα μικρό κοινό, αρκετό ώστε να γεννήσει μια οριακά εξασφαλισμένη Kickstarter καμπάνια για τη συνέχεια του, ονόματι Mountains of Madness.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το παιχνίδι είναι εμπνευσμένο από τη φερώνυμη νουβέλα του Αμερικανού συγγραφέα “At the Mountains of Madness” (όπως και το πρώτο παιχνίδι ήταν βασισμένο στο “The Shadow Over Innsmouth”), με τη διαφορά ότι δεν ακολουθεί κατά γράμμα τα γεγονότα του βιβλίου. Αντίθετα, δανείζεται πολλές ιδέες από τη γνωστότερη ίσως νουβέλα του Lovecraft και πλάθει μια καινούρια υπόθεση, όπου συνδυάζεται το αστυνομικό μυστήριο με την απόκοσμη απειλή των Μεγάλων Παλαιών στα παγωμένα νερά της Ανταρκτικής.
Πρόκειται για ένα αρκετά φιλόδοξο πλάνο, το οποίο κάνει φιλότιμες προσπάθειες προκειμένου να δημιουργήσει μια επική και συναρπαστική περιπέτεια, όμως το αποτέλεσμα δε δικαιώνει πλήρως τους δημιουργούς του. Οι λόγοι είναι αρκετοί, σίγουρα μέσα σε αυτούς είναι και η έλλειψη ενός ικανοποιητικού budget, αλλά υπάρχουν και κάποια άλλα θέματα που θα αναλύσουμε παρακάτω.
Η υπόθεση μας μεταφέρει στο 1930, όπου πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Lone Carter. Στην εισαγωγή της ιστορίας, η οποία κατά κάποιο τρόπο είναι prequel των γεγονότων του πρωτότυπου Chronicle of Innsmouth, μας παρουσιάζει τις προσπάθειες του Carter να εντοπίσει το χαμένο αδερφό του πρύτανη του Πανεπιστημίου Miskatonik της πόλης Arkham. Οι έρευνές του τον οδήγησαν, που αλλού, στην καταραμένη πόλη του Innsmouth.
Εκεί κατορθώνει μεν να εντοπίσει σε μια ανήλιαγη σπηλιά τον αδερφό του πρύτανη νεκρό, με το άψυχο κορμί του σε άθλια κατάσταση, αλλά μαζί με αυτόν ήρθε αντιμέτωπος και με ένα άλλο φρικτό ον της συνομοταξίας των… Κεφαλόποδων (Shogoth είναι το καλλιτεχνικό του). Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν απίστευτα οδυνηρό για τον ίδιο, καθώς σχεδόν του κόστισε τη ζωή και μερικά ακρωτηριασμένα άκρα. Παραδόξως, παρ’ όλη την άνιση μάχη με τα δεκάδες πλοκάμια που τον περίκλειαν, ο Carter καταφέρνει έρποντας να ξεφύγει. Και όχι μόνο αυτό: η επιβίωσή του συνδυάζεται και με την πλήρη αρτιμέλειά του.
Βέβαια, εκείνη τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Carter ήταν ο λόγος που συνέβη αυτό. Κυριότερο μέλημα του ήταν να ξεφύγει από το Innsmouth, πράγμα που το κατορθώνει σχετικά εύκολα με την ανέλπιστη βοήθεια ενός από τους λιγοστούς νοήμονες κατοίκους της πόλης. Η επιστροφή στο γραφείο του στην πόλη Arkham συνδυάζεται από έντονους εφιάλτες και μια τελετουργική δολοφονία, η οποία δίνει το έναυσμα για μια αλληλουχία συμπτώσεων (;) που θα τον οδηγήσουν σε μια εντελώς νέα ήπειρο και μια επιστημονική έρευνα που ποτέ δε θα έπρεπε να ολοκληρωθεί…
Αναμφίβολα, η ιστορία του Mountains of Madness είναι ενδιαφέρουσα και κρατά σε εγρήγορση τον παίκτη, κάνοντας τον να ενδιαφερθεί πραγματικά για την κατάληξη της ιστορίας και τη λύση του μυστηρίου. Μάλιστα, επιφυλάσσει και μερικές όμορφες εκπλήξεις, καθώς αργότερα στο παιχνίδι γίνονται playable, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, και άλλοι χαρακτήρες πέραν του Lone Carter, όπως ο ίδιος ο Lovecraft ή ο ξακουστός Mad Arab.
Το πρόβλημα έγκειται κυρίως στο ρυθμό του παιχνιδιού, όπου τα γεγονότα είτε θα εκτυλίσσονται πολύ αργά, αναλώνοντας πολύ χρόνο σε άσκοπες αναζητήσεις είτε θα τρέχουν υπερβολικά γρήγορα (ιδίως προς το τέλος), καθώς και στη διαχείριση της πλοκής. Το παιχνίδι παρουσιάζει αρκετά κενά και αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που νομίζει κανείς ότι ξεκινά μια σοβαρή επιμέρους υπόθεση που θα συνοδεύει την ήδη υπάρχουσα, για να διακοπεί τόσο απότομα όσο εμφανίστηκε.
Παραδείγματος χάρη, η τελετουργική δολοφονία που αναλαμβάνουμε να εξιχνιάσουμε στην αρχή του παιχνιδιού, δίνει την εντύπωση ότι θα μας απασχολήσει για πολλή ώρα, ώστε τελικά να αφεθεί στη μοίρα της και να ξεχαστεί μετά από δέκα λεπτά. Το ίδιο συμβαίνει και με μερικούς χαρακτήρες που συναντάμε, αλλά αυτό ευτυχώς παρουσιάζεται σε μικρότερη κλίμακα. Πάντως, σίγουρα θετικό πρόσημο διαθέτει η ύπαρξη του πρωταγωνιστή Lone Carter, που είναι αξιόλογη «μορφή», όσο πρέπει μυστηριώδης και με διάχυτη την αίσθηση του μαύρου χιούμορ.
Από εκεί και πέρα, το παιχνίδι κάνει καλή δουλειά στο να παρουσιάσει κάμποσα στοιχεία του σύμπαντος του Lovecraft και να τα συνδέσει ομοιογενώς με μια σειρά κλασικών adventure-ιστικών γρίφων. Η λογική που ακολουθούν είναι η γνωστή που συναντάμε στην πλειοψηφία των point ‘n’ click adventures, δηλαδή γρίφοι που βασίζονται κυρίως στη διαχείριση των αντικειμένων ή/και διαλόγων με άλλους χαρακτήρες. Το επίπεδο δυσκολίας τους όμως είναι μάλλον χαμηλό, απόρροια των λιγοστών αντικειμένων που βαστάμε κάθε φορά (ζήτημα είναι να φτάνουμε τα έξι αντικείμενα ταυτόχρονα) και των εξίσου λίγων τοποθεσιών που μπορούμε να επισκεφτούμε.
Η όποια αξιοσημείωτη πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπίσουμε εντοπίζεται σε μερικούς puzzle–based γρίφους, όπως εκείνος που απαιτεί να φτιάξουμε ένα αντίδοτο για έναν πολύ σημαντικό χαρακτήρα της υπόθεσης ή στο παζλ του ναού στο νεκροταφείο. Εκεί θα χρειαστεί να διαβάσουμε προσεκτικά τις πληροφορίες που μας δίνονται, ώστε να βγάλουμε το σωστό συμπέρασμα και να εφαρμόσουμε την ανάλογη λύση.
Θα λέγαμε ότι είναι η μοναδική φορά που μπορεί να κολλήσουμε κάπου και προσωπικά, ιδιαίτερα στη σύνθεση του αντίδοτου, ξόδεψα πολύ χρόνο μέχρι να βγάλω άκρη στο τι πρέπει να κάνω. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει και ένας γρίφος που περιέχει λαβύρινθο (ξέρετε από εκείνους τους φρικτούς λαβύρινθους, όπου κάθε οθόνη μοιάζει με την προηγούμενη), αλλά ευτυχώς γλυτώσαμε το έμφραγμα στις καθυστερήσεις, καθώς οι δημιουργοί του παιχνιδιού είχαν την ευγενή καλοσύνη να προσθέσουν μια σωτήρια πυξίδα που διευκολύνει πάρα πολύ τα πράγματα.
Σε γενικές γραμμές, θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι απογοητευτήκαμε από την υλοποίηση και την ευρηματικότητα των γρίφων, αλλά ταυτόχρονα δεν ενθουσιαστήκαμε κιόλας. Θα λέγαμε ότι μεγαλύτερο κίνητρο για να προχωρήσουμε παρακάτω μας έδινε η περιέργεια για την κατάληξη της ιστορίας παρά για την επόμενη πρόκληση που θα μας παρουσιαστεί. Συνεπώς, έχοντας ως αρωγό ένα πολύ αγαπημένο σύμπαν, το Mountains of Madness κατορθώνει μεν να μεταφέρει επιτυχώς μια ανατριχιαστική «Κθουλιανή» ατμόσφαιρα, χωρίς όμως αυτή να μετουσιώνεται σε ένα adventure που θα μείνει αξέχαστο.
Σίγουρα, σε αυτό συμβάλλει και το κάτω του μετρίου voice-over, που πέραν του πρωταγωνιστή Lone Carter που διαθέτει μια ικανοποιητική ερμηνεία, είναι στιγμές που νομίζεις ότι οι άνθρωποι που ανέλαβαν να ενσαρκώσουν τους υπόλοιπους χαρακτήρες του παιχνιδιού, δεν είχαν ιδέα σε ποιο παιχνίδι βρίσκονταν. Αν το αφήσουμε στην άκρη, στους υπόλοιπους τομείς το Mountains of Madness τα καταφέρνει περίφημα. Μπορεί να χρησιμοποιείται ακόμα η AGS μηχανή γραφικών και η ανάλυση να είναι χαμηλή, αλλά σε σύγκριση με το πρώτο παιχνίδι, είναι η μέρα με τη νύχτα.
Ευμεγέθεις και καλοσχεδιασμένοι χαρακτήρες, με μπόλικο animation που ζωντανεύει τις κινήσεις τους και σε στιγμές εκπλήσσει με τη λεπτομέρεια του, ενώ έχει δοθεί αρκετή προσοχή στο σχεδιασμό των backgrounds, αλλά και στα αρκετά καλλιτεχνικά cut-scenes που δείχνουν ζωγραφισμένα στο χέρι. Το συνοδευτικό ορχηστρικό soundtrack στο Mountains of Madness αποτελεί ένα αξιοπρεπέστατο «χαλί» για τα τεκταινόμενα και διαθέτει αξιοσημείωτη ποικιλία συνθέσεων, ενώ δεν έχουμε κανένα παράπονο από το χειρισμό. Τα πάντα πραγματοποιούνται απλά και εύκολα με το αριστερό ή το δεξί κλικ του ποντικιού (examine, use, look κλπ), ενώ υπάρχει και hotspot indicator για όσους μισούν το pixel-hunting.
Εν ολίγοις, το Mountains of Madness είναι ένα adventure που ξεκάθαρα απευθύνεται σε συγκεκριμένα target groups: στους φανατικούς οπαδούς του H.P. Lovecraft και στους αμετανόητους φίλους των παραδοσιακών point ‘n’ click adventures. Ίσως να μην κατορθώνει να ικανοποιήσει στο έπακρο κανένα από τα δύο, αλλά πρόκειται για μια τίμια προσπάθεια που οι έξι περίπου ώρες που διαρκεί, δε θα πάνε χαμένες.
Αρχική δημοσίευση: Ragequit