Το Encodya αποτελεί την παρθενική προσπάθεια της Chaosmonger Studio και ομολογουμένως δεν τα καταφέρνει άσχημα. Πριν από δύο χρόνια περίπου, ο Ιταλός δημιουργός Nicola Piovesan είχε σκηνοθετήσει μια μικρού μήκους animation ταινία με το όνομα “Robot Will Protect You”. Η συγκεκριμένη ταινία απέσπασε αρκετά βραβεία, γεγονός όχι ασυνήθιστο για τον κ. Piovesan (μια ματιά στο βιογραφικό του θα σας πείσει για του λόγου το αληθές), ο οποίος πρόσφατα αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη δημιουργία video games.
Το αξιοπερίεργο δεν είναι που αποφάσισε να μπει σε νέα χωράφια, άλλωστε δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που το πράττει, αλλά το είδος που επέλεξε για να υλοποιήσει τις ιδέες του. Όπως και να το κάνουμε, τα point ‘n’ click adventures δεν έχουν και το πολυπληθέστερο κοινό τη σήμερον ημέρα, αλλά είναι ίσως το ιδανικότερο είδος για να διηγηθεί κάποιος μια ιστορία, χωρίς να πέσει στη λούμπα των “interactive stories” aka walking simulators. Έχοντας ως αρωγό ένα όμορφο παρουσιαστικό, που θυμίζει αρκετά τις δημιουργίες του διάσημου Studio Ghibli, το Encodya διηγείται μια γλυκόπικρη ιστορία που τοποθετείται σε μια μελλοντική, cyberpunk και μάλλον ζοφερή εκδοχή του Βερολίνου.
Το Neo–Berlin, όπως ονομάζεται πλέον, είναι μια βρώμικη και αφιλόξενη πόλη, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι θλιβερά υποχείρια του Κυβερνοχώρου, καθώς προτιμούν να χαραμίζουν τη ζωή τους στον κίβδηλο εναλλακτικό κόσμο που προσφέρει το VR headset τους παρά να ορθώσουν ανάστημα και να αντιμετωπίσουν κατάματα την πραγματικότητα.
Μάλιστα, είναι τόσο εθισμένοι στις ψεύτικες απολαύσεις που επιτρέπουν (ή δεν ασχολούνται καν – επιλέξτε αυτό που σας ταιριάζει) σε τύπους όπως τον κοκκινοτρίχη δήμαρχο Rumpf (εντελώς συμπτωματική η ομοιότητα με γνωστό απερχόμενο πρόεδρο) να «κόβει και να ράβει» ανάλογα με τα κέφια του.
Σε ένα τέτοιο πεσιμιστικό περιβάλλον βρίσκονται οι δύο πρωταγωνιστές του παιχνιδιού: η εννιάχρονη Tina, ένα ορφανό και άστεγο κορίτσι, όπου η κάθε μέρα της είναι μια σκληρή και άνιση μάχη επιβίωσης, πολύ μακριά από αυτό που θα όφειλε να ζει κάθε παιδί της ηλικίας της και το τεράστιο robot-«νταντά» ονόματι SAM-53. Οι δύο τους είναι αχώριστοι, άλλωστε συνηθίζεται εν έτει 2062 να κυκλοφορούν παρατημένα παιδιά συνοδευόμενα από robots, αλλά προς το παρόν είναι άγνωστοι οι λόγοι που συνδέονται τόσο έντονα.
Αφενός η Tina είναι πολύ μικρή για να θυμάται πολλά πράγματα από το παρελθόν της, αφετέρου ο SAM-53 διαπιστώνει ότι έχει ορισμένα «κενά» στο λογισμικό του, με συνέπεια να μην μπορεί να ανασύρει καμιά ανάμνηση σχετικά με το τι συνέβη και η Tina έχει για σπίτι τις ταράτσες βρωμερών κτιρίων.
Μετά από μια συνηθισμένη ημέρα αναζήτησης τροφής, επιστρέφοντας στο καταφύγιό τους, η Tina και ο SAM-53 το βρίσκουν άνω-κάτω, χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα για το ποιος ευθύνεται γι’ αυτό. Σύντομα όμως θα μάθουν ότι ο δήμαρχος Rumpf ψάχνει λυσσασμένα τους δύο ήρωες, για λόγους που μόνο εκείνος γνωρίζει. Μην έχοντας άλλες επιλογές και ανακαλύπτοντας παράλληλα ότι η Tina δεν είναι ακριβώς ορφανή (;), θα ξεκινήσει μια αναζήτηση που θα απαντήσει τόσο στα ερωτήματα που βασανίζουν τη μικρή Tina όσο και που θα αλλάξει το χαρακτήρα του Neo-Berlin για πάντα.
Η υπόθεση του Encodya είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και ξεδιπλώνεται ικανοποιητικά, κυρίως μέχρι να αποκαλύψει τα κυριότερα μυστικά του. Αναμφίβολα, κατορθώνει να «γαργαλήσει» την περιέργεια του παίκτη, ακόμα και αν στα αρχικά στάδια του είναι βραδείας καύσεως και δεν αρπάζει ακριβώς τον παίκτη «από τα μούτρα».
Φυσικά, δεν πρόκειται να προκαλέσει κάποιου είδους σοκ με τις αποκαλύψεις του, παρ’ όλα αυτά επιτυγχάνει μια πολύ καλή ισορροπία μεταξύ χιούμορ, δακρύων και σοβαρών προβληματισμών όπως η υπερβολική έκθεση στα «κάλλη» της τεχνολογίας και η αμφισβήτηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Εν ολίγοις, το πρόσημο είναι θετικό, ακόμα και αν δεν πρόκειται για κάτι ρηξικέλευθο.
Στο κυρίως παιχνίδι, το Encodya δεν παρεκκλίνει από τους κανόνες ενός κλασικού point ‘n’ click adventure, όπου ο έλεγχος γίνεται εξ’ ολοκλήρου με το ποντίκι και τον κέρσορα. Σε ένα σπάνιο, για το είδος, δίλημμα, το παιχνίδι διαθέτει δύο επίπεδα δυσκολίας, το Easy και το Hard, με τη διαφορά τους όμως να έγκειται μονάχα στην απενεργοποίηση του hotspot indicator και των hints στη δεύτερη περίπτωση.
Η αλήθεια όμως είναι ότι το hotspot indicator δε λειτουργεί ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς, καθώς πατώντας το Space γίνονται highlight μόνο τα αντικείμενα που μπορούμε να πάρουμε και όχι όλα τα σημεία που μπορούμε να δράσουμε. Συνεπώς, το pixel-hunting δε λείπει ούτε από το Easy mode, ενώ αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι το hint system… μόνο hint system δεν είναι (απλά ο SAM μας τονίζει κάθε φορά το προφανές), ίσως να μην υπάρχει κανένας λόγος να επιλέξετε το Easy.
Παραβλέποντας το ελάττωμα με το indicator, το παιχνίδι δεν παρουσιάζει κάποιο άλλο θέμα στη λειτουργία του. Η εναλλαγή στον έλεγχο των δύο πρωταγωνιστών γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού και, παρ’ όλο που διαθέτουν κοινό inventory, η συμπεριφορά τους απέναντι στους υπόλοιπους χαρακτήρες και στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον διαφέρει σημαντικά. Παραδείγματος χάρη, η Tina είναι πιο κατάλληλη για να συνομιλήσει με άλλους ανθρώπους και παιδιά, ενώ ο SAM, πέρα από το ότι είναι πιο ειδικός σε θέματα τεχνολογίας, είναι αρκετά δυνατός για να σηκώσει βαριά αντικείμενα.
Έχοντας ως κοινό παρονομαστή τις μεγάλες διαφορές που διακρίνουν τους δύο πρωταγωνιστές, το Encodya πλάθει μια σειρά από δεκάδες γρίφους που βασίζονται σε αυτόν το συσχετισμό. Ποιον χαρακτήρα θα χρησιμοποιήσουμε για να μιλήσει, ποια αντικείμενα θα χρειαστεί να συνδυάσουμε (ευτυχώς τίποτε το εξεζητημένο), ενώ είναι απαραίτητη η προσεκτική παρατήρηση του περιβάλλοντος και η δέουσα προσοχή στα λεγόμενα των συνομιλητών μας.
Αν κολλήσουμε ή ξεχάσουμε τι πρέπει να κάνουμε, υπάρχει πάντα το θαυμαστικό πάνω δεξιά που μας ενημερώνει για τους βασικούς στόχους που έχουμε κάθε φορά. Σύμφωνα με τους δημιουργούς του παιχνιδιού, μερικοί γρίφοι δεν είναι προκαθορισμένοι, αλλά σχεδιάζονται τυχαία και απαιτείται διαφορετική λύση στην περίπτωση που παίξουμε το παιχνίδι από την αρχή. Επί της ουσίας, δεν διαπιστώσαμε ιδιαίτερες διαφορές, οπότε το εν λόγω “randomization” είναι απλώς μια συμπαθητική προσθήκη και τίποτε περισσότερο.
Το επίπεδο δυσκολίας θα λέγαμε ότι είναι μέτριο προς χαμηλό, με ίσως μόλις δυο-τρεις γρίφους να είναι ικανοί να προκαλέσουν ξύσιμο του κεφαλιού, και η διάρκεια της δράσης, η οποία χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια, δύναται να φτάσει τις οκτώ με εννιά ώρες. Αξίζει να αναφερθεί όμως ότι ουκ ολίγες φορές κολλήσαμε όχι επειδή δε γνωρίζαμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά διότι δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε έγκαιρα κάποιο αντικείμενο μέσα στη πυκνή σχεδίαση των backgrounds. Ίσως τελικά η έλλειψη σωστού indicator να μην είναι τόσο τυχαία όσο πιστεύαμε.
Εκτός αυτού, υπάρχουν κάμποσα “red herring” αντικείμενα, μερικά μάλιστα τα κουβαλάμε από την αρχή μέχρι το τέλος του παιχνιδιού, όπου ο προφανής λόγος ύπαρξής τους είναι να μας μπερδέψει (και τα καταφέρνει ενίοτε), αλλά ειλικρινά δε βρίσκουμε το λόγο να είναι τόσα πολλά. Θα μπορούσε να επιτευχθεί μια καλύτερη κατανομή μεταξύ χρήσιμων και άχρηστων αντικειμένων, ίσως με την προσθήκη περισσότερο απαιτητικών γρίφων και όχι τόσο τυποποιημένων.
Ο τελευταίος χαρακτηρισμός μπορεί να ακούγεται «βαρύς», αλλά παίζοντας το Encodya, παρ’ όλο που υπάρχει ενδιαφέρον για την κατάληξη της ιστορίας και είναι εμφανές ότι πρόκειται για προϊόν που φτιάχτηκε με πολύ κόπο και αγάπη, σε καμία περίπτωση δε δημιουργεί το συναίσθημα ότι πρόκειται για ένα adventure από το πάνω ράφι.
Θα λέγαμε ότι απλώς «τικάρει» τα σωστά κουτάκια που οφείλει να έχει ένα point ‘n’ click adventure (ακόμα και στα easter eggs του), χωρίς να προσφέρει το κάτι παραπάνω. Βέβαια, αυτό δεν είναι απαραίτητο κακό, αλλά όταν έχεις να αντιμετωπίσεις πρόσφατες παραγωγές όπως το Leisure Suit Larry: Wet Dreams Dry Twice και το The Hand of Glory, το Encodya υπολείπεται σε μεγάλο βαθμό.
Περνώντας στον οπτικό τομέα, αναμφίβολα ανήκει στα ατού του παιχνιδιού, όντας πολύ όμορφος και ατμοσφαιρικός (υπάρχουν περισσότερες από εκατό τοποθεσίες, μερικές πραγματικά έργα τέχνης), με εξίσου προσεγμένο animation, ιδιαίτερα στα cut-scenes του που θυμίζουν αρκετά την ταινία στην οποία βασίζεται το παιχνίδι. Ο ήχος διαθέτει κυρίως ambient μουσικά θέματα, ενώ το voice-over είναι διεκπεραιωτικό, με μόνη ένσταση τη φωνή της Tina, η οποία αρκετές φορές ακούγεται περισσότερο σαν κάποιος να έχει ρουφήξει προηγουμένως ήλιο παρά σαν κοριτσάκι εννέα ετών.
Συνοψίζοντας, το Encodya σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό adventure. Πρόκειται για μια αξιοπρεπή περιπέτεια που απευθύνεται κυρίως στους νεοφερμένους φίλους του είδους και είναι ικανό να προσφέρει αρκετές ευχάριστες στιγμές σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί του μέχρι τέλους. Απλώς δεν κατορθώνει να συναρπάσει, κάτι που ίσως επιτευχθεί στο επόμενο project της Chaosmonger Studio. Ίδωμεν.
Αρχική δημοσίευση: Ragequit