Κάποτε, ο κόσμος του Pumpkin Jack ήταν ειρηνικός και ήσυχος. Άνθρωποι, ζώα, φυτά συνυπήρχαν αρμονικά μεταξύ τους και όλα ήταν υπέροχα. Πόλεμοι και πείνα δεν υπήρχαν ούτε κατά διάνοια και ο πληθυσμός της γης ήταν πραγματικά ευτυχισμένος. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και ανιαρός και απίστευτα βαρετός. Κάπως έτσι σκέφτηκε ο Διάβολος και αποφάσισε να φέρει την Αιώνια Νύχτα επάνω στο κεφάλι της ανθρωπότητας. Μιλούνια υποτακτικών του άρχισαν να τρομοκρατούν και να βασανίζουν τους ανθρώπους για χρόνια, μέχρι που βρήκαν έναν προστάτη στο πρόσωπο ενός τρομερού μάγου.
Ο συγκεκριμένος μάγος ξεκίνησε τις διαδικασίες για να σπάσει την κατάρα της Αιώνιας Νύχτας και ο Διάβολος, βλέποντας την τρομερή δύναμη του μάγου, στέλνει τη μοναδική ψυχή που τον ξεγέλασε ποτέ, τον Jack, να τον εξοντώσει, αφού πρώτα μεταφέρει την ψυχή του σε μία κολοκύθα (!). Αν το κατορθώσει, το έπαθλο θα είναι ανεκτίμητο, καθώς θα σημάνει το τέλος των αιώνιων βασανιστηρίων και το πέρασμα στην αιώνια ζωή. Αυτή είναι λίγο-πολύ η ιστορία που διηγείται το Pumpkin Jack που, κατά πολύ μεγάλο ποσοστό, αποτελεί καρπό των προσπαθειών ενός και μοναδικού ατόμου, του Nicolas Meyssonnier.
Γενικά τα one-man projects είναι αξιοθαύμαστες περιπτώσεις, πόσο μάλλον όταν κατατάσσονται σε σχετικά ασυνήθιστες κατηγορίες για solo παραγωγές, όπως αυτές των 3D action/platform παιχνιδιών. Το Pumpkin Jack εκπλήσσει θετικά με την ποιότητα που διαθέτει, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, ενώ το μεράκι του δημιουργού είναι έκδηλο σε κάθε έκφανση του παιχνιδιού: από τους μεστούς gameplay μηχανισμούς του και την συμπαθέστατη γραφική απεικόνισή του μέχρι την έντονα χιουμοριστική διάθεση και την πετυχημένη “Halloween” αισθητική του.
Το Pumpkin Jack παρουσιάζει μια απλή, αλλά δοκιμασμένη συνταγή. Αναλαμβάνουμε να οδηγήσουμε τον κολοκυθοκέφαλο ήρωα στο τέλος της εκάστοτε πίστας, περνώντας μέσα από platform εμπόδια, λύνοντας γρίφους και παίζοντας mini-games, πολεμώντας διαφόρων ειδών εχθρούς, ενώ στο τέλος του κάθε level μας περιμένει το πολυπόθητο boss.
Όσον αφορά το platform στοιχείο, το Pumpkin Jack δε λαθεύει. Όσο πρέπει ακριβές και ξεκάθαρο, καθιστώντας πάντα σαφή τον τρόπο που οφείλουμε να κινηθούμε, με σύμμαχο την πολύ σωστή απεικόνιση της κάμερας. Ταυτόχρονα ο ήρωας υπακούει στις εντολές μας χωρίς χρονοτριβή, δημιουργώντας την αίσθηση ότι έχουμε τον απόλυτο έλεγχο του ήρωα, ακόμα και στα άλματα (απλό ή διπλό) και ότι δεν θα χάσουμε εξαιτίας κάποιας κωλυσιεργίας των controls. Μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, αλλά έχουμε δει πολύ μεγαλύτερες παραγωγές που η κάμερα είναι απλώς αισχρή και καταστρέφει κάθε καλή διάθεση που μπορεί να έχουμε παίζοντας το παιχνίδι. Όχι στο Pumpkin Jack.
Κατά συνέπεια, οι γρίφοι που καλούμαστε να επιλύσουμε βασίζονται κατά κύριο λόγο στην πρόκληση των platform ανακλαστικών μας, η οποία (ευτυχώς ή δυστυχώς) δε γίνεται ποτέ ιδιαίτερα υψηλή. Άλλωστε, ο σχεδιασμός των levels είναι αρκετά γραμμικός, με ελάχιστα περιθώρια «παραστράτησης», κυρίως για λόγους συλλογής collectibles (crow skulls και… γραμμόφωνα!), οπότε είναι θέμα ελάχιστων δευτερολέπτων να αντιληφθούμε που πρέπει να πάμε και να το πράξουμε άμεσα.
Από την άλλη, τα mini–games αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, καθώς χωρίζονται σε race και σε puzzle κατηγορίες και είναι ελαφρώς διαφορετικά σε κάθε level. Στο race τμήμα, το οποίο μπορεί να είναι, φερ’ ειπείν, ένα rollercoaster ταξιδάκι πάνω σε minecart ή ιππασία με ένα πολύ ιδιαίτερο άλογο, οφείλουμε να φτάσουμε στον τερματισμό αποφεύγοντας τα εμπόδια πάνω σε μια on–rails κατάσταση που είναι μεν ευχάριστη σαν διαδικασία, αλλά τίποτε το συνταρακτικό δε. Θα λέγαμε ότι τα races ίσως γίνονται και λίγο κουραστικά, όπως το kart race της τέταρτης πίστας, γιατί ενίοτε απαιτούν συνεχές πάτημα ενός κουμπιού και με ένα σοβαρό λάθος να αναγκαστούμε να αρχίσουμε από την αρχή.
Στο puzzle τμήμα του Pumpkin Jack αλλάζει αρκετά το σκηνικό, καθώς η κολοκύθα του Jack ξεκολλάει από το σώμα του και εισερχόμαστε σε ένα αυτοτελές επίπεδο, όπου ο στόχος μας είναι κάθε φορά διαφορετικός. Παραδείγματος χάρη, το ζητούμενο μπορεί να είναι να στείλουμε, με συνεχή λακτίσματα, μια βόμβα πάνω σε εκρηκτικά, ανοίγοντας παράλληλα δρόμο με την ενεργοποίηση διακοπτών. Μια άλλη περίπτωση είναι να παίξουμε ένα είδος whack-a-mole ή να επαναλάβουμε σωστά μια ακολουθία από νότες.
Αναμφίβολα, τα mini-games του Pumpkin Jack διαθέτουν μερικές έξυπνες ιδέες, έχουν ενσωματωθεί ομαλά στο gameplay του παιχνιδιού και περιλαμβάνουν ένα σχετικό ενδιαφέρον, καθώς σπάνε την κατάλληλη στιγμή τη μονοτονία του platforming. Όμως το κύριο μειονέκτημά τους είναι ότι επαναλαμβάνονται, ίδια και απαράλλαχτα, δύο και τρεις φορές μέσα στο ίδιο level, με συνέπεια το ενδιαφέρον να μην είναι τόσο έντονο όσο την πρώτη φορά που τα συναντάμε.
Βασικά, η επανάληψη είναι και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του παιχνιδιού, αφού οι μηχανισμοί του γίνονται οικείοι μέσα στην πρώτη ώρα παιχνιδιού και στη συνέχεια απλώς παρουσιάζονται μικρές παραλλαγές τους. Σε αυτό δε βοηθάει και το μάλλον φτωχό σύστημα μάχης, με μόλις ένα κουμπί για επίθεση, ένα για απομακρυσμένη επίθεση με το κοράκι που μας συνοδεύει και ένα για dodge, ενώ οι εχθροί είναι προβλέψιμοι, με το μοτίβο των κινήσεων τους να μην αποτελεί καθόλου πρόκληση.
Δεν είναι τυχαίο ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού δεν χάσαμε σε καμία μάχη, ενώ σίγουρα αρνητικό είναι το γεγονός ότι συνολικά υφίστανται πέντε διαφορετικά όπλα, στην πράξη όμως έχουν μικρές διαφορές και όποιο και αν επιλέξετε να χρησιμοποιήσετε, ουσιαστικά είναι το ίδιο και το αυτό. Θα ήταν σίγουρα πιο ωφέλιμο να υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία στον τρόπο χρήσης τους, όπως π.χ. να υπήρχαν εχθροί που να ήταν περισσότερο επιρρεπείς ή ανθεκτικοί σε συγκεκριμένου τύπου όπλο.
Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ούτε καν στα bosses του Pumpkin Jack, τα οποία όμως κατά τ’ άλλα έχουν δεχθεί περισσότερη «αγάπη». Είναι έξι σε αριθμό, όσο και τα levels του παιχνιδιού, διαθέτουν πληθώρα επιθέσεων και πάντα χρειάζεται ιδιαίτερη τακτική για να νικηθούν, πολύ μακριά από τη button-mashing λογική των συμβατικών μαχών. Με την εξαίρεση όμως του τελευταίου boss, που είναι όντως ζόρικο, η πρόκληση είναι μάλλον χαμηλή, καθώς είναι εύκολο να αποφύγει κανείς τις επιθέσεις τους, ενώ αρκεί να δεχτούν μόλις τρία χτυπήματα (όποτε αυτό γίνεται επιτρεπτό) για να ηττηθούν.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το δεύτερο θέμα που ταλανίζει το Pumpkin Jack είναι το χαμηλό επίπεδο δυσκολίας σε συνδυασμό με τον μικρό αριθμό των levels, με συνέπεια να είναι εφικτό να ολοκληρωθεί ο τίτλος σε λιγότερες από πέντε ώρες, με μηδαμινό replayability. Ο μόνος λόγος να ξαναπαίξετε τις πίστες του παιχνιδιού είναι να μαζέψετε όλα τα crow skulls, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά για να τα εξαργυρώσετε με νέα skins για τον Jack από τον έμπορο που θα βρείτε σε κάθε level. Δεν θα την χαρακτηρίζαμε ως και την ιδανικότερη ανταμοιβή ever.
Πέρα από αυτό, στους υπόλοιπους τομείς το παιχνίδι είναι αξιόλογο. Τα γραφικά του Pumpkin Jack διαθέτουν μια καρτουνίστικη όσο και spooky αισθητική, με σκοτεινούς χρωματισμούς (κυρίως μωβ και πράσινο) και μια «χαριτωμένα» απόκοσμη ατμόσφαιρα, σαν μια πιο παιχνιδιάρικη εκδοχή του Χριστουγεννιάτικου Εφιάλτη. Ελλείψει voice-over (πλην του narrator στα cutscenes), η μουσική είναι αυτή που κλέβει την παράσταση, διαθέτοντας ένα πρωτότυπο ορχηστρικό soundtrack, αλλά και διασκευές πασίγνωστων μελωδιών από κλασικούς συνθέτες (όπως του Wagner) που συμβάλλουν τα μάλα στην δημιουργία μιας «Halloweenικής» ατμόσφαιρας.
Συνοψίζοντας, το Pumpkin Jack δεν είναι το παιχνίδι που θα σας αλλάξει τη ζωή, αλλά αυτό που αποπειράται να επιτύχει, δηλαδή να προσφέρει μια ελαφρώς old-school platform εμπειρία με συνοδεία διαφόρων «μπαχαρικών» για να νοστιμίσει το πιάτο, το καταφέρνει αξιοπρεπέστατα. Κρίνοντας το ως δουλειά ενός μόνο ανθρώπου, το αποτέλεσμα είναι σίγουρα εντυπωσιακό, σαν προϊόν είναι απλώς ένα ευχάριστος τίτλος για να περάσετε την ώρα σας, εφόσον είστε φίλος του είδους.
Αρχική δημοσίευση: Ragequit
Αφήστε μια απάντηση