Το τελευταίο διάστημα, ουκ ολίγοι developers καταφεύγουν στη λύση της «old-school» εμπειρίας προκειμένου να τραβήξουν τα βλέμματα του κοινού, αλλά κυρίως εκείνα των παλαιότερων gamers. Βλέπετε, ο αριθμός των gamers που μεγάλωσαν με παιχνίδια της δεκαετίας του ’80s και των 90s είναι αρκετά μεγάλος και εξακολουθεί να παίζει φανατικά παιχνίδια που θυμίζουν εκείνες της εποχές, αν αναλογιστεί κανείς ότι το gaming σήμερα έχει αλλάξει σε τεράστιο βαθμό σε σχέση με τότε. Το γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό είναι μια άλλη κουβέντα που δεν είναι της παρούσης. Η αφορμή για την παραπάνω εισαγωγή είναι το Hellbound, ένα FPS δημιούργημα της ομάδας Saibot Studios, εξ’ Αργεντινής ορμώμενη, το οποίο συστήνεται ως «a 90’s FPS 30 Years Later».
Πρόκειται για ένα παιχνίδι που βρισκόταν εδώ και αρκετό διάστημα υπό ανάπτυξη, σίγουρα όχι από τη δεκαετία του ’90, όμως δεν είχαμε δει παρά ελάχιστα πράγματα από αυτό. Εν τέλει, προ λίγων μηνών η Saibot Studios άνοιξε τα χαρτιά της με ένα συμπαθητικό demo και κατόπιν του feedback που δέχθηκε, έκρινε ότι το Hellbound ήταν έτοιμο προς κυκλοφορία. Σχεδόν.
Αποτίνοντας φόρο τιμής λοιπόν στα πιο… αθώα FPS των nineties, στο Hellbound τα πράγματα είναι απλά: ελέγχουμε τον Hellgore (καλό ονοματάκι για death metal μπάντα), ενός πελώριου, γεμάτου μυς, τύπου (μοιάζει λίγο με orc), ο οποίος ανήκει σε κάποια φυλή που εμφανίστηκε εκατομμύρια χρόνια στη Γη πριν τον άνθρωπο και είναι ο τελευταίος του είδους του. Όταν οι δαίμονες εισέβαλαν για πρώτη φορά στη Γη και την ισοπέδωσαν, ο Hellgore ήταν και αυτός ανάμεσα στα θύματα των δαιμόνων.
Όμως, με κάποιο απροσδιόριστο τρόπο, οι homo sapiens κατάφεραν να τον κλωνοποιήσουν, ώστε να αποτελέσει την αιχμή του δόρατός τους ενάντια στη νέα εισβολή των δαιμονικών δυνάμεων. Και πρακτικά, αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει κάποια υπόθεση ή έστω κάποιου είδους lore ανάλογου με αυτού που είδαμε στο Doom Eternal, αλλά και επί της ουσίας δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Φτάνει μόνο να γνωρίζουμε που βρίσκονται οι δαίμονες και να τους πυροβολήσουμε.
Στα πρότυπα που δίδαξε το πρώτο Doom, το Hellbound είναι ένα γρήγορης κοπής shooter, που όμως εκτός του αριστουργήματος της Id Software, θυμίζει αρκετά και το Serious Sam της Croteam, κυρίως στον τρόπο που διαχειρίζεται τις αρένες του. Ο εξοπλισμός του Hellgore εμπλουτίζεται σταδιακά, ξεκινώντας αρχικά με ένα απλό rifle που δεν προκαλεί ιδιαίτερη ζημιά, αλλά αργότερα αποκτάμε τα σαφώς ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα shotgun, chaingun και τέλος ένα rocket launcher.
Εκτός αυτού, αποκτάμε και κάποια melee weapons, τα οποία είναι ελάχιστα χρήσιμα, καθώς είναι μάλλον κατόρθωμα να ξεμείνουμε από πυρομαχικά, με τόσα drops που διατίθενται στην εκάστοτε πίστα. Όλα τα όπλα έχουν μια δευτερεύουσα λειτουργία, όπως για παράδειγμα zoom για το chaingun ή triple shot για το shotgun.
Αν σας φαίνονται λίγα τα διαθέσιμα όπλα… δεν έχετε άδικο, αν και στην πράξη δεν θα νοιώσετε ότι υπολείπεστε σε δύναμη πυρός. Από την άλλη, αυτό που είναι πραγματικό πρόβλημα είναι η έλλειψη ποικιλίας των εχθρών: ουσιαστικά υπάρχουν δύο είδη κερασφόρων δαιμόνων (ένας που πετάει fireballs και ένας που ορμάει χωρίς σκέψη κατά πάνω σας – θυμίζει πολύ τους κατσικοπόδαρους εχθρούς του Serious Sam) και πέντε παραλλαγές του κλασικού soldier guy, όπου απλά κρατάνε διαφορετικό όπλο. Παρ’ όλα αυτά, οι μετρημένοι στα δάκτυλα εχθροί του παιχνιδιού δεν προλαβαίνουν να γίνουν κουραστικοί, γιατί το παιχνίδι τελειώνει… πριν καν αρχίσει!
Δυστυχώς, το Hellbound είναι από τα μικρότερα σε διάρκεια παιχνίδια που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Τα μόλις έξι levels του παιχνιδιού, συν ένα έβδομο που απλώς έχει το ρόλο του boss-fight, είναι εφικτό να ολοκληρωθούν σε λιγότερο από δύο ώρες. Έμεινα έκπληκτος όταν το παιχνίδι εμφάνισε τους τίτλους τέλους και είναι πραγματικά κρίμα, διότι το Hellbound ευστοχεί στα περισσότερα πράγματα που αποπειράται να πετύχει.
Το shooting είναι γρήγορο, απολαυστικό και δε γίνεται ποτέ βαρετό να εξολοθρεύουμε τους δεκάδες δαίμονες που πλησιάζουν ανόητα προς το μέρος μας, ενώ ο σχεδιασμός των levels είναι με τέτοιο τρόπο υλοποιημένος που δε γίνεται ούτε χαοτικός (ελλείψει χάρτη) αλλά ούτε και γραμμικός.
Εκτός αυτού το old-school στοιχείο είναι διάχυτο σε κάθε πτυχή του παιχνιδιού: upgrades/levels και λοιπές «φλωριές» απουσιάζουν πλήρως, τα όπλα δε χρειάζονται reloading, τα χρωματιστά κλειδιά είναι απαραίτητα για να ανοίξουμε όλες τις πόρτες, τα μυστικά δωμάτια είναι όντως… μυστικά και απαιτείται ενδελεχές ψάξιμο για να τα εντοπίσει κανείς.
Επίσης save γίνεται όποτε το θελήσουμε εμείς (ένα κουμπί για quicksave και quickload όμως θα ήταν ιδανικό), δεν υπάρχει κάποιο μαγικό ραβδάκι που να γεμίζει αυτόματα την ποσότητα της υγείας και τα πυρομαχικά μας μετά το πέρας κάθε level, ενώ οι αρένες, όπου αυτές εμφανίζονται, κυριολεκτικά πλημμυρίζουν από εχθρούς, συνθέτοντας μερικές αξιομνημόνευτες σεκάνς.
Το Hellbound δείχνει να έχει στηθεί πάνω σε καλές βάσεις λοιπόν και κάνει τα περισσότερα πράγματα σωστά, πάντα σχετικά με αυτά που πρεσβεύει ως παλαιού τύπου FPS, απλώς είναι όλα πολύ… λίγα. Εμφανώς δίνεται η εντύπωση ότι το παιχνίδι βρίσκεται σε ένα είδος Early Access, που ίσως αργότερα καταφέρει να εμπλουτιστεί με περισσότερους εχθρούς, levels και όπλα.
Ακόμα και το boss-fight μοιάζει να φτιάχτηκε στο πόδι, καθώς είναι εντελώς προβλέψιμο και μάλλον εύκολο να ολοκληρωθεί, ενώ για αδιευκρίνιστους λόγους το συγκεκριμένο level υποφέρει από απίστευτα frame-drops, σε σημείο που πίστεψα ότι έπαθε κάποια ζημιά η κάρτα γραφικών του υπολογιστή. Πιθανότατα το εν λόγω ζήτημα να επιλυθεί στο μέλλον με κάποιο patch.
Περί τεχνικού τομέα, το Hellbound δεν εντυπωσιάζει και δε γεμίζει κανένα μάτι, καθώς τα γραφικά του είναι απλώς υποφερτά και η μουσική υπόκρουση κυμαίνεται σε ρηχά νερά, με τυπικά metal riffs να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Ηχητικά εφφέ είναι αυτά που θα περιμένατε, ενώ voice over επί της ουσίας δεν υπάρχει, παρά μόνο λίγες ατάκες που εκστομίζει η βαριά φωνή του Hellgore, οι οποίες θυμίζουν έντονα Duke Nukem (προφανώς).
Εν κατακλείδι, το Hellbound είναι ένα συμπαθητικό FPS που κατά κύριο λόγο πέφτει θύμα του μικρού budget που είχαν στη διάθεσή τους οι ιθύνοντες και κατά δεύτερον της απόφασης τους να το κυκλοφορήσουν σε ημιτελή κατάσταση. Μπορεί η τιμή πώλησης του να κυμαίνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, αλλά επί της ουσίας οι μόλις δύο ώρες που διαρκεί, σε συνδυασμό με ένα μάλλον τυπικότατο Survival mode, δεν αρκούν για να μπει στην κατηγορία των προτεινόμενων παιχνιδιών προς αγορά. Ίσως αργότερα το παιχνίδι κατορθώσει να βρει το δρόμο του, στην παρούσα μορφή του όμως είναι «σιγουράκι» στο να συμπεριληφθεί πολύ σύντομα σε κάποιο από τα δεκάδες bundles που κατακλύζουν την ψηφιακή αγορά.
Αρχική δημοσίευση: Ragequit
Αφήστε μια απάντηση