Μετά το πολύ όμορφο Broken Sword 5: The Serpent’s Curse, ήταν σχεδόν σίγουρο ότι το επόμενο βήμα της Revolution Software θα ήταν να αναπτύξει τη συνέχεια ενός από τα πρώτα της παιχνίδια, ήτοι του Beneath A Steel Sky, έτσι προέκυψε λοιπόν το Beyond A Steel Sky. Το πρωτότυπο έκανε αρκετή αίσθηση όταν έσκασε μύτη εκείνο το Μάρτιο του 1994, σε μια περίοδο που τα κλασικά point ‘n’ click adventures ακόμα τραβούσαν την προσοχή του κοινού σαν μαγνήτης.
Άλλωστε, η ποιότητά του ήταν υψηλού επιπέδου, καθώς συνδύαζε πολύ πετυχημένα τη ζοφερότητα ενός δυστοπικού cyberpunk κόσμου με σεβαστές δόσεις καυστικού Βρετανικού χιούμορ. Το Beneath A Steel Sky παίζεται άνετα ακόμα και σήμερα, εξάλλου μπορεί κανείς να το διαπιστώσει μόνος του χωρίς κόστος, καθώς εδώ και πολλά χρόνια προσφέρεται δωρεάν μέσω του GOG.
Το Beyond A Steel Sky αποτελεί άμεση συνέχεια του εν λόγω παιχνιδιού, καθώς τα γεγονότα που διηγείται διαδραματίζονται δέκα χρόνια μετά στην ίδια πόλη (Union City), ενώ αν και δεν διατηρεί ακέραια όλη την ομάδα που συμμετείχε στο αρχικό project (μόνο οι Charles Cecil και Dave Gibbons υφίστανται), καταφέρνει να περάσει παρόμοια συναισθήματα στον παίκτη χάρη στην ευρηματική γραφή του και την ενδιαφέρουσα πλοκή του. Είναι όμως αυτά αρκετά; Η απάντηση βρίσκεται παρακάτω.
Η υπόθεση του BASS (για λόγους συντομίας θα αναφερόμαστε στο παιχνίδι με αυτό τον τρόπο) ξεκινά με τον ήρωά μας Robert Foster να ζει τη ζωή του ξένοιαστα μαζί με τους υπόλοιπους νομάδες κατοίκους της wasteland, γνωστή σε όλους και ως Gapland. Όμως, μια μέρα που είχε πάει για ψάρεμα στη λίμνη παρέα με κάποιους φίλους του, ξεβράστηκε στην επιφάνεια ένα τεράστιο και μυστηριώδες μηχανοκίνητο όχημα, που οπτικά θύμιζε ρομπότ με πόδια και απήγαγε ένα από τα παιδιά που ήταν μαζί τους, τον Milo. Παρ’ όλη την αναταραχή και τη σφοδρότητα της επίθεσης, ο Robert βγαίνει σώος και αποφασίζει να ανακαλύψει τι συνέβη στον Milo ώστε να τον φέρει πίσω.
Ακολουθώντας τα ίχνη της απαίσιας αυτής μηχανής, καταφθάνει στη γνωστή του Union City, η οποία κυβερνάται από το φίλο του Robert, Joey, την ΑΙ δηλαδή που άφησε στο πόδι του στο τέλος του Beneath A Steel Sky. Κατά την άφιξη του Robert στην είσοδο της πόλης, είναι εμφανές ότι κάτι δεν πάει καλά: η πρώτη του επαφή με άνθρωπο γίνεται με ένα περίεργο έφηβο κορίτσι που προσπαθεί να κλέψει κάτι από το χέρι ενός πτώματος, ενώ πολύ γρήγορα ανακαλύπτει ότι οι πόρτες της Union City είναι ερμητικά κλειστές σε όσους δεν είναι καταχωρημένοι ως κάτοικοί της.
Αφού τελικά ο Robert καταφέρει να μπει στην πόλη με “δανεική” ταυτότητα (ολόκληρο το εισαγωγικό κομμάτι είναι αφιερωμένο σε αυτή την απόπειρα), η υπόθεση περιπλέκεται περισσότερο, καθώς διαπιστώνει ότι δεν είναι ο Joey αυτός που κυβερνά, αλλά ένα Συμβούλιο (The Council) αποτελούμενο από πέντε υπουργούς, οι οποίοι έχουν τον ευγενή σκοπό να κρατούν τους κατοίκους της πόλης ευτυχισμένους.
Τα υπουργεία μάλιστα διαθέτουν μια ασυνήθιστη ταξινόμηση, καθώς χωρίζονται σε Υπουργείο της Ευημερίας (Wellbeing), των Επιδιώξεων (Aspiration), της Ασφάλειας (Safety), της Κατανάλωσης (Consumption) και της Άνεσης (Comfort). Προς το παρόν, είναι άγνωστο με ποιο τρόπο κατορθώνουν να διατηρούν το ηθικό των κατοίκων ψηλά, ενώ κάθε απόπειρα του Robert να εξηγήσει στους κατοίκους ή στα δεκάδες μηχανήματα εξυπηρέτησης το σκοπό της επισκέψεως του, αποδεικνύεται μάταιη. Από τη στιγμή που ο Milo δεν είναι κάτοικος της πόλης, δεν ενδιαφέρεται κανένας γι’ αυτόν.
Τι συνέβη όμως και ο Joey έφυγε από τη θέση του κυβερνήτη; Ήταν προσωπική του επιλογή ή κάποιος του το επέβαλλε; Γιατί επιμένουν οι υπουργοί και το επιτελείο τους τόσο πολύ στην «ευτυχία» των πολιτών; Τι ακριβώς είναι το MINOS network και τι σόι πράμα είναι το σύστημα Qdos και έχει γίνει έμμονη ιδέα σε όλους τους κατοίκους; Τελικά για ποιο λόγο απήχθη ο Milo και τι σχέση έχει ο αποθανών Graham Grundy, του οποίου χρησιμοποιούμε την ταυτότητα, με αυτό; Εννοείται ότι στο παρόν review δεν πρόκειται να πάρετε καμία απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά αυτά τα ολίγα προαναφερθέντα είναι αρκετά για να πάρετε μια ιδέα από τι περίπου πρόκειται να συναντήσετε στο BASS.
Η αλήθεια είναι ότι η πλοκή είναι από τα πιο ισχυρά ατού του παιχνιδιού. Περιλαμβάνει αρκετό μυστήριο, ιδιαίτερα στις πρώτες ώρες της περιπέτειας, με τις πληροφορίες να δίνονται «τόσο-όσο» προκειμένου να διατηρείται ψηλά το ενδιαφέρον και παράλληλα να μην κουράζεται ή να βαριέται ο παίκτης, ενώ όταν πλέον ξεκαθαρίσουν τα πράγματα γύρω από το νέο τρόπο λειτουργίας της Union City, η πλοκή δεν χάνει καθόλου τη δυναμική της μέχρι την ολοκλήρωσή της. Αναμφισβήτητα, η ιστορία που διηγείται το BASS, χωρίς να είναι τέρας πρωτοτυπίας, είναι από τις πιο καλογραμμένες ιστορίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σε adventure.
Μέσα στο ενίοτε ανάλαφρο κλίμα που υιοθετεί, θίγει κοινωνικά θέματα χωρίς να πολιτικοποιείται, δεν αφήνει μετέωρα μεγάλα ερωτηματικά, δεν περιλαμβάνει cliffhanger τερματισμούς μήτε σεναριακές ευκολίες που προσβάλουν τη νοημοσύνη μας. Αξίζουν συγχαρητήρια στους ανθρώπους της Revolution Software, καθώς ήταν από τις ελάχιστες φορές που, παρακολουθώντας τους τίτλους τέλους, δεν ένοιωθα ότι κάτι σοβαρό έλειπε από την υπόθεση. Εκείνο όμως που ένοιωσα ότι έλειπε έντονα, ήταν αυτό που λέμε στο χωριό μου “polishing”.
Για όποιον τυχόν είχε αμφιβολίες για το ποιον του BASS, ας τις απομακρύνει από τώρα: το παιχνίδι είναι καθαρόαιμο adventure. Δεν υπάρχει δείγμα από action sequences (εκτός από δυο-τρεις περιπτώσεις όπου πρέπει να δράσουμε γρήγορα, αλλά τίποτε το αξιοσημείωτο), η λογική των γρίφων είναι κλασικοί «adventureίστικοι» και ουχί «Telltaleικοί», ενώ ουσιαστικά η βασική διαφορά από ένα τυπικό point ‘n’ click adventure είναι ότι μετακινούμε τον Robert με το πληκτρολόγιο (τα πολυαγαπημένα WASD).
Η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον γίνεται με το ποντίκι και τα όποια hotspots γνωστοποιούν την ύπαρξή τους όταν βρίσκονται πλησίον του οπτικού πεδίου του ήρωα. Αφού εστιάσουμε την κάμερα σε κάποιο hotspot, τότε μπορούμε να εκτελέσουμε μια ενέργεια (Use, Examine, Open, Close κλπ) ή να χρησιμοποιήσουμε κάποιο αντικείμενο από το inventory. Η ένστασή μου εδώ εντοπίζεται στο γεγονός ότι εμφανίζονται μόνο τα ρήματα που μπορούμε να εφαρμόσουμε κάπου (άσχετα αν θα έχουν αποτέλεσμα ή όχι), διευκολύνοντας ένα κλικ παραπάνω τα πράγματα.
Από την άλλη, το όλο ζήτημα με τα hotspots παρουσιάζεται αρκετά προβληματικό. Υπάρχουν στιγμές που το παιχνίδι «μουλαρώνει» και δεν ενεργοποιεί κάποιο σημαντικό hotspot, ενώ μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα το έδειχνε κανονικά, με συχνά μοναδική λύση το reload. Δεν συμβαίνει συνέχεια, εντούτοις κατά τη διάρκεια του δικού μου playthrough, χρειάστηκε να επανεκκινήσω το παιχνίδι τρεις φορές – τη μία μάλιστα έχασα πολύ χρόνο σε ένα «μουτρωμένο» hotspot, προσπαθώντας να λύσω έναν γρίφο στον οποίο είχα καταλάβει τι έπρεπε να κάνω.
Επίσης, το Beyond A Steel Sky αποπειράται να φτιάξει ένα ζωντανό κόσμο που περιλαμβάνει καταστήματα, διαμερίσματα, ειδικό σύστημα συγκοινωνιών (τα Monopods), πελώρια πάνελ με διαφημίσεις για καταναλωτικά προϊόντα όπως το αναψυκτικό Spankle και με τους κατοίκους της Union City να κυκλοφορούν στις διάφορες περιοχές που επισκεπτόμαστε, να συζητούν, να ψωνίζουν κλπ. Στην πράξη όμως, ο κόσμος αυτός δε γίνεται και τόσο πειστικός.
Αφενός γιατί έχουν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα ανθρώπινα μοντέλα και διαθέτουν τόσο χαμηλό ΑΙ που κολλάνε επίμονα πάνω στον Robert, έτσι και τολμήσουμε να περάσουμε πάνω από το προκαθορισμένο path τους, αφετέρου γιατί όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία που συνθέτουν μια μεγαλούπολη εντοπίζονται σε πολύ μικρή κλίμακα.
Η δε κάμερα ορισμένες φορές δημιουργεί απίστευτα αστεία τερτίπια, κυρίως στους διαλόγους με τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Μπορεί να δείτε τους συνομιλούντες να συζητούν πλάτη με πλάτη (!) ή μπορεί, αντί η κάμερα να κάνει ζουμ στο πρόσωπο του ομιλητή, να απεικονίζει κάποιο άσχετο texture. Σίγουρα, δεν είναι όλα τα ζητήματα gamebreaking (το hotspot issue πάντως είναι ασυγχώρητο), όμως δείχνουν ξεκάθαρα ότι το παιχνίδι δεν ήταν ακριβώς έτοιμο προς κυκλοφορία.
Είναι απογοητευτικό που η υλοποίηση του real-time κόσμου θυμίζει τόσο πολύ παραγωγή του… 2008, καταστρέφοντας έτσι το όποιο immersion προσπαθεί να χτιστεί. Αν αναρωτιέστε για ποιο λόγο η Revolution προέβη στη δημιουργία ενός τέτοιου κόσμου σε adventure game, η απάντηση εντοπίζεται μόλις αποκτήσουμε το εργαλείο MINOS scanner.
Το συγκεκριμένο αντικείμενο μας επιτρέπει να χακάρουμε κάθε είδους συσκευή της Union City που συνδέεται με το δίκτυο MINOS. Τότε αρχίζει να αποκτά νόημα ύπαρξης ο εν λόγω «δυναμικός κόσμος»: το εύρος των γρίφων επεκτείνεται πέραν των τυπικών inventory ή conversation-based, διότι θα χρειαστεί να αλληλοεπιδράσουμε με κινούμενα hotspots, ενώ θα πρέπει να εφαρμόσουμε συνδυαστική σκέψη και χρονομετρημένες κινήσεις, ώστε να βρούμε την άκρη.
Ενδεικτικά, για να δώσουμε μια ιδέα επίλυσης ενός απλού γρίφου με το MINOS scanner, μπορούμε να ορίσουμε η VIP πόρτα ενός café lounge, να ανοίγει σε όλους τους κατοίκους… πλην των VIP’s! Αργότερα, θα χρειαστεί να συνδυάσουμε συμπεριφορές τελείως ετερόκλητων συσκευών, όπως μιας τοστιέρας (!) με μια πόρτα ασφαλείας ή να αλλάξουμε τα voice-over διαφημιστικών robots (από γλυκομίλητα σε φωνακλάδικα), με συχνά ξεκαρδιστικά αποτελέσματα.
Σε γενικές γραμμές οι γρίφοι του είναι μέτριας δυσκολίας και εν μέρει αυτό είναι απόρροια του ότι ανά πάσα στιγμή η δράση λαμβάνει μέρος μόνο σε ένα μικρό κομμάτι της Union City, οπότε αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουμε τι πρέπει να κάνουμε. Για κάποιον που έχει παίξει αρκετά adventures στη ζωή του, θα λέγαμε ότι το Beyond A Steel Sky είναι βατό, χωρίς να σημαίνει ότι είναι σκέτος περίπατος. Αν πάντως κολλήσουμε κάπου, υφίσταται ένα έξυπνο hint system, το οποίο μπορεί να ενεργοποιηθεί ανά 30 δευτερόλεπτα, έτσι ώστε να μη μας προσφέρει τη λύση στο πιάτο άμεσα.
Εκτός αυτού, παρατηρήσαμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αποκρίσεις μας σε κάποια ερωτήματα έχουν επιπτώσεις στη συνέχεια του παιχνιδιού. Πιο συγκεκριμένα, όταν σε κάποιο dialogue-tree εμφανίζονται πιθανές απαντήσεις μέσα σε ανοικτό πράσινο φόντο, τότε επηρεάζουν τον τρόπο που θα λύσουμε μελλοντικά κάποιους γρίφους, πιθανόν και ποια πρόσωπα θα εμπλακούν σε συγκεκριμένες φάσεις της ιστορίας. Πάντως, αξίζει να αναφερθεί ότι οι αποφάσεις μας δεν υιοθετούν τίποτε κοσμογονικές αλλαγές στο φινάλε της ιστορίας, απλώς θα γίνουμε μάρτυρες καινούριων καταστάσεων, ίσως αρκετών για να δικαιολογήσουν ένα δεύτερο playthrough.
Περνώντας στον τεχνικό τομέα, δε μπορούμε να πούμε ότι το Beyond A Steel Sky κατορθώνει να εντυπωσιάζει τον παίκτη σε κάποιον τομέα του, παρά την υπογραφή του Dave Gibbons (comic “The Watchmen”) στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι το παιχνίδι είναι υλοποιημένο με την έκδοση για iOS κατά νου, αλλά η cel-shaded προσέγγιση των γραφικών είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μέτρια. Το περιβάλλον κυριαρχείται από απλοϊκές γραμμές, με ελάχιστες λεπτομέρειες και μονότονα χρώματα, ενώ οι χαρακτήρες μοιάζουν πρόχειρα σχεδιασμένοι και με animation που θυμίζει άλλες, παλαιότερες εποχές.
Γενικότερα το στοίχημα της τρισδιάστατης απεικόνισης μοιάζει χαμένο και δεν είναι διόλου υπερβολικό να αναφέρουμε ότι το προ-επταετίας Broken Sword 5, είναι οπτικά πέντε σκάλες ανώτερο από το Beyond A Steel Sky.
Συν τοις άλλοις, τα πολλά bugs της μηχανής δυσχεραίνουν το τελικό αποτέλεσμα που βλέπουμε στις οθόνες μας, το οποίο συχνά καταλήγει να μην είναι καθόλου κολακευτικό. Καλύτερα είναι τα πράγματα στον ηχητικό τομέα, με τα μουσικά θέματα και τα voice-over να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και να συνοδεύουν ικανοποιητικά την περιπέτεια.
Εν ολίγοις, το Beyond A Steel Sky είναι σίγουρα ένα αξιόλογο και γεμάτο adventure (περίπου 10 ώρες θα χρειαστούν για να φτάσετε στον τερματισμό) , το οποίο θα μπορούσε να είχε μπει στην κατηγορία του εξαιρετικού, εφόσον είχε δουλευτεί πολύ περισσότερο ο 3D κόσμος του και είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στον ποιοτικό έλεγχο.
Προσωπική εκτίμηση είναι ότι αν είχε επιλεχθεί ένας πιο κλασικός τρόπος απεικόνισης, το Beyond A Steel Sky θα κυλούσε ομαλότερα και συνολικά η ενασχόληση μαζί του θα ήταν σαφώς πιο ευχάριστη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν αξίζει να του δώσετε μια ευκαιρία. Ιδιαίτερα αν είστε φίλοι των adventure games, όπου οι διαθέσιμες επιλογές είναι μετρημένες και μειώνονται με τον καιρό.
Αρχική δημοσίευση: Ragequit
Αφήστε μια απάντηση