Η ιστορία των καταφυγίων ξεκινάει το 1936 και είναι απόλυτα συνυφασμένη με το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς πήρε την εξουσία στα χέρια του είχε καταλάβει ότι επίκειται ένας πολύ μεγάλος πόλεμος στην Ευρώπη και η Ελλάδα έπρεπε να προετοιμαστεί κατάλληλα.
Με γνώμονα αυτό, εκπόνησε και διεκπεραίωσε με τάχιστους ρυθμούς ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα πολιτικής προστασίας για την άμυνα των αμάχων που βρισκόταν στις μεγάλες πόλεις. Σε όλους τους χώρους που υπήρχε συγκέντρωση πληθυσμού, σε πλατείες, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε λιμάνια, σε μεγάλα εργοστάσια κατασκευάζονταν καταφύγια με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Ο Στρατάρχης Παπάγος στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για 400 δημόσια καταφύγια που ήταν ικανά να στεγάσουν περίπου 40000 άτομα.
Ο σχεδιασμός
Με βάση το σχέδιο πολιτικής προστασίας της εποχής όλες οι νευραλγικές εγκαταστάσεις έπρεπε να διαθέτουν το δικό τους καταφύγιο. Μάλιστα υπήρχε μια κατασκευαστική τεχνοτροπία που είναι σπάνια και καινοτόμα για την εποχή. Υπήρχαν πόρτες αντιπλάστ, δηλαδή ανοίγματα, χωρίς να υπάρχει μια πραγματική πόρτα, από όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα ζικ ζαγκ και να μεταβούν από τη μια πλευρά στην άλλη. Εντούτοις, αν υπήρχε οστικό κύμα από κάποια έκρηξη σταμάταγε στους δυο διαδοχικούς τοίχους και δεν επηρέαζε τους ανθρώπους που ήταν μέσα, διασφαλίζοντας την προστασία τους.
Καταφύγιο Αρδηττού
Το καταφύγιο του Αρδηττού, γνωστό και ως Βασιλικό καταφύγιο, στον ομώνυμο λόφο είναι ίσως το μεγαλύτερο καταφύγιο που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Αττική. Σύμφωνα με τα αρχεία της πολιτικής προστασίας η ονομαστική χωρητικότητα ξεπερνάει τα 1300 άτομα. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται 1936 και στη συνέχεια άλλαξε πολλές μορφές και χέρια.
Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα επιτάχθηκε. Από ό,τι ξέρουμε χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη πυρομαχικών. Μετά το τέλος του πολέμου έγιναν προσπάθειες καταστροφής, πιθανότατα επειδή προοριζόταν για τη Βασιλική οικογένεια,. Υπάρχει σήμερα η στοά του Αρδηττού η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αποτελεί ένα τούνελ σκαμμένο στο βράχο χωρίς να έχει επενδυθεί από σκυρόδεμα. Ο λόγος που δεν πρόλαβε να τελειώσει κατά πάσα πιθανότητα είναι ότι το πρόλαβε ο πόλεμος.
Καταφύγιο Λυκαβηττού
Ο Λυκαβηττός διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία των ελληνικών καταφυγίων. Το 1936 ξεκίνησε να κατασκευάζεται στα έγκατά του το κέντρο αεράμυνας και συναγερμού, με σκοπό να αποτελέσει τα μάτια και τα αυτιά της πόλης. Το κέντρο αυτό χαρακτηρίζεται από μεγάλη έκταση, ενώ το απαρτίζουν πολλοί χώροι μικρότερων και μεγαλύτερων διαστάσεων και στοές που συνδέουν μεταξύ τους χώρους αυτούς. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται ίσως και λίγο νωρίτερα από το καταφύγιο του Αρδηττού, δηλαδή μέσα στο 1936. Σήμερα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτό του Αρδηττού. Είναι συντηρημένο σε κάποιο βαθμό και θεωρείται ενεργό.
Ιδιωτικά καταφύγια
Εκείνη την εποχή ο πληθυσμός της Αθήνας είναι μεγάλος τόσο ώστε να μην επαρκούν τα δημόσια καταφύγια. Έτσι, με νόμο που ψηφίστηκε το 1936, οποιαδήποτε νεοαναγειρόμενη οικοδομή από 3 ορόφους και πάνω του ισογείου συμπεριλαμβανομένου έπρεπε να έχει καταφύγιο. Αν και δεν έγιναν βομβαρδισμοί στην Αθήνα, όταν η σειρήνα χτυπούσε μέσα στον πόλεμο οι πολίτες κατέφευγαν στα καταφύγια.
Μέχρι το 1944 δημιουργούνται καταφύγια, πρακτική που διατηρήθηκε μέχρι και τη δεκαετία του 50. Πρέπει να υπήρξαν τουλάχιστον 5000 με 6000 ιδιωτικά μέσα σε πολυκατοικίες, ενώ από το 1940 που ξεκίνησε ο πόλεμος όλοι οι υπόγειοι χώροι διασκευάζονταν όσο πιο καλά γινόταν σε πρόχειρα καταφύγια, τα λεγόμενα καταφύγια εκ διασκευής. Αν αθροίσουμε όλα αυτά ίσως να πλησιάζουμε τα 12000 καταφύγια στην Αθήνα. Αρχιτεκτονικά είναι υπόγεια στις πολυκατοικίες με πολύ χοντρούς τοίχους και θωρακισμένες πόρτες.
Μπορεί να έχουν από ένα έως πάρα πολλά δωμάτια ώστε κάθε οικογένεια να έχει το δικό της διαμέρισμα. Αν η πολυκατοικία πάθαινε ζημιές σε στατικό επίπεδο, δηλαδή αν έπεφταν τα διαμερίσματα, από το εσωτερικό του καταφυγίου υπήρχε μια σκάλα και οι πολίτες μπορούσαν να βγαίνουν έξω. Η φιλοσοφία κατασκευής ήταν να μη μένει κανείς εγκλωβισμένος μέσα στο καταφύγιο. Στα καταφύγια της Αθήνα γινόταν πάρα πολλές ασκήσεις. Οπότε, όλοι γνώριζαν πως έπρεπε να συμπεριφερθούν, τι έπρεπε να κάνουν και τι δεν έπρεπε να κάνουν.
Τα καταφύγια παρά τις φήμες που υπάρχουν, δεν επικοινωνούσαν ούτε μεταξύ του ούτε με κανένα άλλο προορισμό στην πόλη. Αυτοί οι χώροι φτιάχτηκαν, όχι με σκοπό να μετακινείτε κάποιος με ασφάλεια, αλλά να εισέρχεται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να προστατεύεται, και να εξέρχεται.
Τα καταφύγια στην κατοχή
Στην κατοχή πάρα πολλά καταφύγια, ιδίως τα πιο μεγάλα, επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς με αποτέλεσμα οι χώροι που κατασκευάστηκαν με την πρόνοια να προστατεύουν τους Έλληνες κατέληξαν να είναι χώροι βασανισμού των Ελλήνων.
Στην Κοραή 4 ήταν ένα από τα κεντρικότερα κτήρια της Αθήνας. Ήταν, συγκεκριμένα, το μεγάλο κτήριο της εθνικής ασφαλιστικής το οποίο ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 30 και λόγω του ότι ήταν ένα πολύ κεντρικό κτήριο και μεγάλο ήταν ένα από τα πρώτα που επέταξαν οι Γερμανοί μόλις μπήκαν στην Αθήνα στα τέλη του Απρίλη του 1941. Εκεί εγκατέστησαν το γερμανικό φρουραρχείο της Βέρμαχτ, που έμεινε γνωστό ως Κομαντατούρ.
Τα υπόγεια του κτηρίου που ήταν καταφύγια για αεροπορικούς βομβαρδισμούς μετατράπηκαν σε κρατητήρια. Στο κτήριο αυτό μεταφέρονταν άνθρωποι που είχαν κάνει από απλά παραπτώματα μέχρι και αντιστασιακοί που συλλαμβάνονταν κατά τη διάρκεια κινητοποιήσεων ή διαδηλώσεων στο κέντρο της πόλης. Η κατάσταση ήταν δύσκολή καθώς ο χώρος δεν μπορούσε να φιλοξενήσει τόσα άτομα. Υπήρχαν προπτώσεις το 1943, έτος κατά το οποίο έχουμε την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος, που μέσα στην Κομαντατούρ ήταν στριμωγμένοι εκατοντάδες άτομα αναγκασμένα να στέκονται όρθια μη μπορώντας ακόμα και να κινηθούν.
Τα μηνύματα που υπάρχουν στους τοίχους ήταν μια προσπάθεια των ανθρώπων αυτών να αφήσουν ένα ίχνος, καθώς ήταν πολύ συχνό φαινόμενο στην κατοχική Αθηνά να συλλαμβάνονταν ξαφνικά στο δρόμο ένας πολίτης, να οδηγούνταν στην Κομαντατούρ και μετά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των SS στο Χαϊδάρι, και από εκεί να έφευγε κατευθείαν για Γερμανία.
Οπότε, χανόντουσαν ξαφνικά οι άνθρωποι και με αυτό τον τρόπο σε αυτό το κτήριο, όπως και στο κτήριο της οδού Μέρλιν, χάραζαν στον τοίχο τα στοιχεία τους, όπως ονοματεπώνυμο, ημερομηνία και τόπο κατοικίας για να μπορέσουν με κάποιον τρόπο να τους εντοπίσουν αργότερα οι φίλοι και οι συγγενείς τους.
Τα Γερμανικά καταφύγια
Ο Γερμανοί κατασκεύασαν και πάρα πολλά δικά τους καταφύγια, όχι πια στο πλαίσιο της πολιτικής προστασίας, αλλά για αμιγώς στρατιωτική χρήση πολύ αυστηρότερων προδιαγραφών. Τα συναντάμε όχι πάντα στον αστικό ιστό, όπως συμβαίνει με τα συνηθισμένα καταφύγια. Πολλά από αυτά βρίσκονται σε παράκτιες περιοχές. Ο Γερμανοί κατασκεύαζαν τις υπόγειες εγκαταστάσεις τους με πάρα πολύ επιστημονικό τρόπο και ήταν όλα φροντισμένα στην εντέλεια. Οι χώροι ήταν κατά κύριο λόγο υπόγειοι για να έχουν τη μέγιστη δυνατή προστασία.
Αφήστε μια απάντηση