Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, τότε θα βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια πως η περίφημη «ρήτρα αναπροσαρμογής» είχε μεν λάβει σάρκα και οστά, αλλά τουλάχιστον ήταν άγνωστη για τους πιο πολλούς από εμάς.
Η ίδια η πραγματικότητα όμως καταδεικνύει πως δεν πρόκειται για κάτι καινούριο. Κορυφαίοι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας φαίνεται ότι είχαν ταχθεί υπέρ της ενεργοποίησης της συγκεκριμένης ρήτρας σε λογαριασμούς ρεύματος, και συγκεκριμένα των Γ1 οικιακών τιμολογίων, ήδη από τον περασμένο Αύγουστο. Ήταν από τότε μια ιδέα, λοιπόν, που τώρα έγινε πράξη.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών αποτυπώνεται φυσικά στη ραγδαία αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος – μια αύξηση που έγινε αισθητή τους τελευταίους τέσσερις μήνες περίπου τόσο από νοικοκυριά, όσο και από επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτό που σπέρνει το φόβο και των τρόμο σε όλους είναι πως τέτοιου είδους αυξήσεις υπερβαίνουν συχνά μέχρι και τον βασικό μισθό των εργαζομένων.
Εύκολα, λοιπόν, μπορούμε να αντιληφθούμε προς τα που γέρνει η ζυγαριά, δεδομένης και της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης της χώρας – υπέρ της δυσμένειας των πολιτών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τι ακριβώς είναι η ρήτρα αναπροσαρμογής;
Μπορεί να βλέπουμε τον συγκεκριμένο όρο να δεσπόζει στα συμβόλαια, αλλά γνωρίζουμε τι πραγματικά είναι; Επί της ουσίας, πρόκειται για την χρέωση ανά κιλοβατώρα.
Ο υπολογισμός της γίνεται με βάση τη τιμή χονδρικής που υπάρχει στην αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία με την σειρά της διαμορφώνεται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας καθημερινά. Σε ολόκληρη τη διαδικασία της τιμολόγησης καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, αφού έχουν το δικαίωμα να αναπροσαρμόζουν τις χρεώσεις στους λογαριασμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατά την υποκειμενική τους βούληση.
Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Η ενεργειακή κρίση, που έφτασε στο αποκορύφωμα της με τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε συνδυασμό και με τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων σε παγκόσμιο επίπεδο συνέβαλαν στην εκτόξευση της χονδρικής τιμής του ρεύματος.
Σύμφωνα και με τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, φυσικό κι επόμενο ήταν να βρεθεί το 1/3 των καταναλωτών αντιμέτωπο με πρόσθετες αυξήσεις και υπέρογκα ποσά στους λογαριασμούς του. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τις τρέχουσες επιβαρύνσεις, άλλωστε, φαίνεται να φέρει η ρήτρα αναπροσαρμογής.
Οι αυξήσεις μεγαλώνουν τη δυσφορία των καταναλωτών
Η συντριπτική πλειοψηφία εκδηλώνει τη δυσφορία της για το ισχύον ενεργειακό καθεστώς προβαίνοντας σε συναφείς καταγγελίες στον Συνήγορο του Πολίτη. Αυτό που ζητούν από την ανεξάρτητη αρχή είναι η μεσολάβηση της κατά των υπερβολικών χρεώσεων.
Κατά παρόμοιο τρόπο δρουν και οι οργανώσεις ΙΝΚΑ και ΕΚΠΟΙΖΩ, που καλούνται να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των καταναλωτών. Έτσι, καταφεύγουν σε συλλογικές αγωγές ενάντια σε διάφορους παρόχους ηλεκτρικού ρεύματος για την κατά βούληση αναπροσαρμογή των τελικών χρεώσεων των πολιτών.
Η από κοινού δράση των παραπάνω έχει ένα και μοναδικό στόχο: την ανάδειξη της καταχρηστικής φύσης της ρήτρας αναπροσαρμογής και την κατάδειξη της επιτακτικής ανάγκης για οριοθέτηση των ακόλουθων αυξήσεων.
Βέβαια, ίσως αναρωτιέστε κι εσείς για ποιο λόγο επέλεξαν μια συλλογική, κοινή δράση. Ο ίδιος ο επίσημος δικηγόρος της καταναλωτικής οργάνωσης ΙΝΚΑ, Γεώργιος Καλτσάς, ανέφερε τα πλεονεκτήματα των συλλογικών αγωγών. Ειδικότερα, μίλησε για τη μέγιστη νομική σημασία που έχουν, αλλά και για το πως μπορούν να επισπεύσουν την όλη διαδικασία και την εκδίκασή τους.
Εδώ που τα λέμε όμως μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους τους μάλλον αντιμετώπισε το πρόβλημα στη ρίζα του, καθώς έφερε τα αρμόδια υπουργεία και τις διάφορες εποπτικές αρχές προ των ευθυνών τους για τη μη λήψη μέτρων για το ζήτημα αυτό. Με λίγα λόγια, το κράτος καλέστηκε να νομοθετήσει και να λάβει υπόψη του τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο.
Εταιρείες & Κυβέρνηση: «ανακουφίζουν» τα νοικοκυριά
Στην απέναντι όχθη υπάρχουν φυσικά οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ενεργειακό τομέα. Αυτές υπερασπίζονται εξίσου σθεναρά τη θέση τους και αντικρούουν τα επιχειρήματα των καλοθελητών περί καταχρηστικότητας της ρήτρας.
Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζονται πως βρίσκονται στο πλευρό των απανταχού καταναλωτών, προσφέροντας μεγάλες εκπτώσεις. Χαρακτηριστικά, η ΔΕΗ έχει δηλώσει κατά το πρόσφατο παρελθόν πως έχει διαθέσει περίπου 800 εκατομμύρια ευρώ από τα έσοδα της για να παρέχει μια ανακούφιση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Την ίδια στιγμή, και σε μια προσπάθεια κατευνασμού των αρνητικών αισθημάτων των πολιτών, η Ελληνική Κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει από το φθινόπωρο σε κάποιες χορηγούμενες μηνιαίες επιδοτήσεις για τα νοικοκυριά και τους μικρομεσαίους.
Δεν ήταν όμως αρκετές. Δεδομένου αυτού, αποφάσισε στις 7 Μαΐου να ανακοινώσει μία σειρά από νέα πρόσθετα μέτρα για την στήριξη του κοινού στον ενεργειακό τομέα. Τότε ήταν που έκανε για πρώτη φορά λόγο για την ουσιαστική αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής. Αυτή αναμένεται να αρχίσει από την 1η Ιουλίου.
Πώς φτάσαμε στο απροχώρητο;
Σύμφωνα με τον κώδικα ηλεκτρικής ενέργειας, η ρήτρα αναπροσαρμογής άρχισε να έρχεται στο προσκήνιο το 2013. Πέντε χρόνια αργότερα, δηλαδή το 2018, ακολούθησε η θέσπιση του Χρηματιστηρίου Ηλεκτρικής Ενέργειας. Σε αυτό εισήχθη και για πρώτη φορά το δικαίωμα αναπροσαρμογής της χονδρικής τιμής που υποστηρίζει η ρήτρα αναπροσαρμογής και πριν λίγους μήνες άρχισε να εισάγεται και σαν όρος στα συμβόλαια.
Βέβαια, και με σκοπό την αποφυγή καταχρήσεων της ρήτρας, η αρμόδια Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) διέκρινε κάποια ανώτατα και κατώτατα όρια, προσπαθώντας έτσι να οριοθετήσει το πλαίσιο δραστηριοποίησης των εταιρειών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη τιμολόγηση της χονδρικής. Το κακό είναι πως οι τελευταίες προτιμούν συνηθέστερα μόνο τα ανώτατα όρια με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, οι καταναλωτικές οργανώσεις καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ενώ παράλληλα στοχεύουν στη διεύρυνση των συλλογικών αγωγών έναντι σε όλες τις εταιρείες προμήθειας και όχι μόνο στη ΔΕΗ. Πρόκειται για μια μαζική έκκληση για να γίνουν ο απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, καθώς επίσης και να υπάρξει μια ουσιαστική εποπτεία, έτσι ώστε να περιοριστεί η αισχροκέρδεια και η αυξανόμενη οικονομική επιβάρυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Παρόλα αυτά, κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, η άλλη όψη αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, όπως ακριβώς την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με το Γενικό Διευθυντή της ΕΣΠΕΝ (Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας), κάθε καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να αλλάξει εταιρεία προμήθειας, εάν δεν είναι ικανοποιημένος από αυτόν που ήδη έχει. Θα μπορούσε για παράδειγμα να το κάνει σε περίπτωση που έβλεπε κάποια παράλογη αύξηση στο λογαριασμό του ή εάν δεν είχε λάβει επαρκή ενημέρωση.
Σε σχετική δήλωση του, ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά πως: «Η ρήτρα απλώς αντανακλά το αυξημένο κόστος που οι εταιρείες είναι αναγκασμένες να πουλήσουν στους καταναλωτές την κιλοβατώρα. Αν αυτό δεν άλλαζε, δεδομένου πως μέχρι τώρα πολλοί προσέφεραν σταθερά τιμολόγια, μπορεί οι εταιρείες προμήθειας ρεύματος να αναγκαζόντουσαν ακόμη και να κλείσουν».
Για να διατυπώσουμε πιο απλά τα όσα ισχυρίζεται, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι αυξήσεις στο κόστος παραγωγής ρεύματος είναι εκείνες που κρύβονται πραγματικά πίσω από τους υπέρογκους λογαριασμούς. Θέλει να καταδείξει πως οι ιδιωτικές εταιρείες έχουν πλήρη συναίσθηση της όλης κατάστασης και για αυτό προβαίνουν σε οικονομικές ελαφρύνεις και εκπτώσεις – δείτε το παράδειγμα με τη ΔΕΗ και τα 800 εκατομμύρια ευρώ που προαναφέραμε.
Ο κος Ασλάνογλου εφιστά την προσοχή όλων και τονίζει μερικά ζητήματα που θα πρέπει να εξεταστούν: την ύπαρξη περιπτώσεων μονομερούς αλλαγής σταθερών και όχι κυμαινόμενων τιμολογίων, αλλά και την σχετική ενημέρωση που έλαβε ο εκάστοτε καταναλωτής για την παρούσα μεταβολή.
Η μάχη της ρήτρας αναπροσαρμογής μεταφέρεται στα δικαστήρια
Σε κάθε περίπτωση, υψίστης σημασίας είναι η δίκη που ξεκίνησε την 1η Ιουνίου έναντι της ΔΕΗ. Μάλιστα, οι προθέσεις των καταναλωτικών οργανώσεων, όπως τις είδαμε και προηγουμένως, σημαίνουν πως αυτή φαίνεται να είναι μόνο η αρχή μιας μακράς δικαστικής αντιπαράθεσης. Έγκυρες πηγές μας πληροφορούν για το ιστορικό της.
Η συγκεκριμένη δίκη μπορεί να ξεκίνησε από τα τοπικά ειρηνοδικεία της χώρας, αλλά γρήγορα μεταφέρθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκεί προσέφυγαν και οι οργανώσεις ΙΝΚΑ και ΕΚΠΟΙΖΩ.
Η αντιπαράθεση πέρασε τις πόρτες του Αρείου Πάγου στις 14 Ιουνίου, με σκοπό την εκδίκαση του αιτήματος της ΔΕΗ για τη διεξαγωγή πιλοτικής δίκης. Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε ύστερα από σχετική διάταξη που ψηφίστηκε το περασμένο φθινόπωρο στις αλλαγές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την πολιτική ή πρότυπη δίκη και στον Άρειο Πάγο. Έτσι, μπήκε ένα προσωρινό φρένο στην όλη υπόθεση.
Η διάταξη που κατατέθηκε στη Βουλή
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 17 Ιουνίου και δίχως διευκρινίσεις ή σχετική ενημέρωση του Τύπου κατατέθηκε στη Βουλή κυβερνητικό πολυνομοσχέδιο για την καταπολέμηση της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με αυτό, προβλέπεται μια σειρά από έκτακτα μέτρα για τις τιμές του ρεύματος, αλλά και όλες τις κινήσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση ενός ασφαλούς εφοδιασμού της χώρας με φυσικό αέριο.
Σε πρακτικό επίπεδο, η συγκεκριμένη διάταξη ευελπιστεί σε ρύθμιση των αλλαγών στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Αποτέλεσμα αυτού είναι φυσικά η επιστροφή των τιμών στα επίπεδα του περασμένου Σεπτεμβρίου, μέσα και από την πρακτική κατάργηση της περίφημης ρήτρας αναπροσαρμογής.
Αν ρίξουμε μια ματιά στον πυρήνα της, θα δούμε τα όσα προβλέπει η συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τα εξής: η τιμή θα εξακολουθεί να διαμορφώνεται σε καθημερινή βάση στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Παρόλα αυτά, οι παραγωγοί δεν θα εισπράττουν ολόκληρη τη τιμή αναφοράς, αλλά κάποιου είδους διοικητικά καθοριζόμενη αποζημίωση. Πρόκειται δηλαδή για μια έμμεση αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής των τιμών που δεσπόζουν στα κυμαινόμενα τιμολόγια.
Με την σειρά τους, οι παραγωγοί θα λάβουν σχετική αποζημίωση. Το ύψος αυτής θα καθοριστεί αμέσως μόλις ψηφιστεί σχετικός νόμος με παράλληλη υπουργική απόφαση – κάτι που θα ισχύσει από την 1η Ιουλίου. Όπως κι αν έχει όμως, αναμένεται να συνεχίσουν και οι όποιες οικονομικές διευκολύνσεις και επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές.
Εξάλλου, έχει ήδη γίνει λόγος για τη διαδικασία επιστροφής στους λογαριασμούς των νοικοκυριών. Αυτή θα αφορά ένα ποσοστό της τάξεως του 60% της αύξησης για όσους πήραν τη... λυπητερή μέσα από λογαριασμούς ρεύματος που εκδόθηκαν από τον Δεκέμβριο του 2021 έως και τον Μάιο του 2022, αρκεί να αφορούν την πρώτη και κύρια κατοικία.
Όπως κι αν έχει, τα γεγονότα φανερώνουν πως στη μέση όλων των εξελίξεων βρίσκονται για μια ακόμη φορά οι καταναλωτές. Για αυτούς το πιο ουσιαστικό κομμάτι της όλης ιστορίας είναι αν θα ληφθούν πράγματι νέα μέτρα και δίκαιες πολιτικές αποφάσεις για την κατάργηση ή μη της ρήτρας αναπροσαρμογής, ή έστω για τη νομοθετική αλλαγή με βάση την οποία θα τιμολογείται η κιλοβατώρα. Έτσι, βρίσκονται σε αναμονή, όπως όλοι μας.