Με απόλυτα προσεγμένο ρεαλισμό που φθάνει στα όρια του κυνισμού, ο Γκυ Ντε Μωπασάν απεικονίζει τους τρόπους που μπορεί κάποιος "πραγματικά κάλπης, μπαμπέσης και καπάτσος" να χρησιμοποιήσει προκειμένου ν' ανέβει κοινωνικά στην ιεραρχία του πλούτου και της δόξας.
"Στο Παρίσι καλύτερα να μην έχεις κρεβάτι να κοιμηθείς παρά καλά ρούχα". Αυτός είναι ο κόσμος του 19ου αιώνα στο Παρίσι, της εκρηκτικής ανόδου της αστικής τάξης και των κάθε λογής νεόπλουτων, απατεώνων της πολιτικής και του χρήματος, ατόμων που επιδεικνύουν τον πλούτο ή την εξουσία τους- είναι ο κόσμος των "πετυχημένων" της ζωής που ο Ζορζ Ντυρουά, ορμώμενος από το ταπεινό περιβάλλον της γαλλικής επαρχίας θα επιχειρήσει να κατακτήσει.
Στον κόσμο των διεφθαρμένων αυτός που κερδίζει είναι ο πλέον καπάτσος και διεφθαρμένος που έχει τα λόγια εύκολα και την συνείδηση του ολοκληρωτικά προσανατολισμένη στην επίτευξη των εγωιστικών στόχων του. Δεν είναι, άλλωστε, δυνατή καμιά διαφορετική εναλλακτική πρόταση ζωής.
Ζώντας στους κύκλους των επιτυχημένων του χρήματος ή της πολιτικής, της δημοσιογραφίας ή της οικονομίας, ο νεαρός Ντυρουά έρχεται σε επαφή με πλήθος κατεργαρέων, απατεώνων, ασυνείδητων και εκμαυλιστών. Όνειρο του δεν είναι να διορθώσει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας αλλά να αποτελέσει το εκλεκτότερο μέρος αυτών, "ο καθένας για τον εαυτό του", όπως λέει, "ο εγωισμός είναι το παν".
Το βασικό όπλο που χρησιμοποιεί για να πραγματώσει το όνειρο του είναι ο έρωτας- πάντα θα βρίσκεται η κατάλληλη γυναίκα, είτε είναι η γυναίκα του αφεντικού του, είτε η κόρη του, είτε η πρώην γυναίκα του ευεργέτη του, την οποία δελεάζει με υποσχέσεις έρωτα και αγάπης.
Ο λόγος του, γοητευτικά συναισθηματικός, ακουμπά τις γυναικείες καρδιές, βρίσκει διάπλατα κενά και εισχωρεί εντός τους για να τις αποπλανήσει με το δέλεαρ της αγάπης. Καμιά δεν του αντιστέκεται. Ακόμα και ο Θεός μοιάζει ανήμπορος, δεν ακούει τις επικλήσεις και τις εξομολογήσεις των θυμάτων του, ο έρωτας και οι υποσχέσεις του βγαίνουν νικητές και η παράδοση των γυναικών είναι ολόψυχη, του ανήκουν τα σώματα και οι ψυχές τους.
Μέσω του έρωτα κερδίζει δόξα και χρήματα, καμιά συνειδησιακή τύψη δεν τον αποσπά από τον στόχο του, "καλύτερα να είσαι περήφανος για τη δόξα και τα πλούτη παρά για τη γυναίκα και για τον έρωτα". Ακόμα και τούτος ο καταφερτζής γερο-Βάλτερ δεν μπορεί να παραδεχτεί την ακαταμάχητη γοητεία του, τον δυναμισμό και τη δαιμονική ευφυΐα που κρύβει μέσα του ο Φιλαράκος. Ομολογεί την ήττα του, ή μάλλον υποτάσσεται στην ανωτερότητα του και δίχως πολλές αμφιταλαντεύσεις του παραδίδει το χέρι της θυγατέρας του.
Γραμμένο τον 19ο αιώνα το μυθιστόρημα αυτό προαναγγέλλει τον άνθρωπο της διαπλοκής του 20ου αιώνα και των εποχών που ζούμε. Η κατάλυση κάθε είδους συνειδησιακού φραγμού που χαρακτήριζε ορισμένες μόνο τάξεις του 19ου αιώνα στις μέρες μας θ' αποτελέσει modus vivendi για μια διαταξική νοοτροπία την οποία ενστερνίζονται, πλέον, οι περισσότεροι.
Ακόμα και όταν ο Ντυρουά αναλογίζεται τον "σκοτεινό, αβάσταχτο τρόμο μπροστά στο μηδέν" του θανάτου, η απάντηση που δίνει την στιγμή εκείνη, η σωστή, "ότι και να πεις, αυτό είναι το μόνο καλό πράγμα στη ζωή σου, ο έρωτας!", αναιρείται μόλις έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Τότε είναι ο πλούτος και η δόξα, η ισχύς εν γένει που τον συνέχει και όχι ο έρωτας ο οποίος στην αυθεντικότητα του εμπεριέχει την θυσία του Εγώ. Θυσιάζοντας οτιδήποτε άλλο στέκεται εμπόδιο μπροστά του, εκτός από τον εαυτό του, ο Ντυρουά (Φιλαράκος), φθάνει και κατακτά την κορυφή των στόχων του.
Ο Μωπασάν αποφεύγει να κακολογήσει τον ήρωά του. Βρήκε την ψυχή του; Την έχασε; Η αναζήτησή του από ένα σημείο και μετά έγινε αυτοσκοπός, η γοητεία όμως που εξάσκησε ήταν ανάλογη της καταστροφής που επέφερε- και τούτο τον καθιστά τον πλέον σύγχρονο των ανθρώπων.