Μια ματιά στην κόλαση, μια βουτιά στο έρεβος και την απελπισία - εκλεκτά συστατικά, με μια δόση φιλοσοφίας μηδενισμού και μπλακ χιούμορ, για να γίνει θελκτικό ένα ανάγνωσμα σαν κι αυτό του Τζιμ Τόμσον, Αμερικάνου συγγραφέα που συγκαταλέγεται ανάμεσα σ' αυτούς που έγραψαν το γοητευτικό είδος του noir και του pulp fiction.
To 1964 κυκλοφόρησε το Pop. 1280, που αποδόθηκε εύστοχα στα ελληνικά "Χίλιες Διακόσιες Ογδόντα Μαύρες Ψυχές" (μετάφραση Ανδρέα Μπάμπαλη, εκδόσεις Γνώση) και αναφέρεται στον πληθυσμό της κομητείας Πότσβιλ, εκεί όπου κυριαρχεί η μορφή του σερίφη Νικ Κόρεϋ, από τους πιο αντισυμβατικούς, ολωσδιόλου "κακούς" ήρωες.
O σερίφης αυτός δεν είναι για να εφαρμόζει το νόμο, τουλάχιστον όπως η κοινή λογική τον αντιλαμβάνεται, αλλά θεωρεί εαυτόν ως όργανο της θείας πρόνοιας προκειμένου να επιβάλλει την τάξη. Βέβαια, τούτη η θεία πρόνοια δεν είναι ακριβώς αυτό που ένας ευσεβής χριστιανός θα ανέμενε, αλλά μια διεφθαρμένη αντίληψη περί δικαιοσύνης και απονομής της που βασίζεται στην άκουσμα της εσωτερικής φωνής που μιλά μέσα στον σερίφη Νικ Κόρεϋ:
"Πρέπει να συνεχίσω να κάνω το θέλημα του Κυρίου. Αυτός θα μου δείχνει τους ενόχους, κι εγώ θα αναλαμβάνω τα αντίποινα στο όνομα Του......Το μόνο που μου επιτρέπεται είναι ν' ακολουθώ τις εντολές του Κυρίου και να χτυπάω ανελέητα τους φτωχούς αμαρτωλούς, που κανείς δεν τους λογαριάζει".
Η θεολογική ματιά του Κόρεϋ δικαιολογεί το κακό υπαρκτό εφόσον ο δημιουργός του είναι τελικά αυτός που αστόχησε: η ατομική βούληση επιλογής του καλού αντί του κακού σχετικοποιείται ως μια δυνατή αλλά μικρή πιθανότητα- στη ζωή αυτή αναμετριόμαστε μόνο με τις δυνάμεις του κακού γιατί έτσι τα προόρισε ο Θεός: "Δεν μπορείς να κατηγορήσεις ένα βάζο πως είναι στραβό, όταν ξέρεις πως το χέρι του αγγειοπλάστη είναι που αστόχησε", ισχυρίζεται ο σερίφης του Πότσβιλ, για να δικαιωθεί λογοτεχνικά ο δημιουργός του.
Ο σερίφης Κόρεϋ αναποδογυρίζει το ηθικό σύμπαν, καταπατά κάθε εντολή του Κυρίου, απλώνει την ηθική του σήψη σε όσους τον συναναστρέφονται, έχει όμως ένα ακλόνητο, θεολογικών αποχρώσεων, επιχείρημα: "Αν εγώ βάλω κάποιον σε πειρασμό, αυτό δε σημαίνει βέβαια πως αυτός πρέπει να υποκύψει στον πειρασμό"- κι αυτό το επιχείρημα είναι αρκετό να ερμηνεύσει τη σχέση των διαφόρων θηλυκών πειρασμών του έργου, γυναίκες που υποτάσσονται στην αρχέγονη ερωτική δύναμη του αρσενικού Κόρεϋ, για να μετατραπούν σε όργανα της ιδιότροπης θείας πρόνοιας.
Ο γοητευτικός παλιανθρωπισμός του σερίφη Νικ Κόρεϋ, δεν θα μπορούσε να ανθίσει παρά μονάχα αν ο συγγραφέας είχε ενστερνισθεί την άποψη περί της αθλιότητας της ανθρώπινης φύσης. Σε έναν κόσμο καθαρμάτων (ενδιαφέρουσα οντολογική άποψη: "είμαστε μια μικρή μειονότητα αποτελούμενη από έναν και μόνο άνθρωπο"), ο Κόρεϋ διασώζεται γιατί ομολογεί τη συνάφεια του με το σύνολο των καθαρμάτων και των παλιανθρώπων αυτού του κόσμου, και ακόμα περισσότερο, να θεωρεί εαυτόν σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο απ' αυτούς. Μια θυσία γι' αυτόν, ένα είδος ταπείνωσης, να είναι σερίφης σ' αυτή την κομητεία.
Ακόμα και τα βαθιά ερωτήματα που τον απασχολούν, ίσως δεν βρουν απάντηση σ' αυτόν εδώ τον κόσμο: "Ξύνομαι μετά στ' αρχίδια, κι αναρωτιέμαι ποιά στιγμή ακριβώς αυτό που κάνω παύει να είναι ξύσιμο κι αρχίζει να γίνεται μαλακία".
Ο Τζιμ Τόμσον ο οποίος πέθανε από ασιτία, αφού είχε διαγνωστεί με καρκίνο συνέπεια του χρόνιου αλκοολισμού του, αρνούμενος να φάει είχε αποδεχτεί το μάταιο της συνέχισης της υλικής του υπόστασης, έγραψε hard boiled μυθιστορήματα γεμάτα με αρνητικούς (τρόπος του λέγειν 😉 ήρωες- αλλά κέρδισε το γενικό σεβασμό ομοτέχνων του όπως ο Στήβεν Κινγκ, κι αυτό λέει αρκετά.