Ότι αναζητάς είναι ήδη μπροστά σου. Ο τίτλος του σημερινού άρθρου μοιάζει αλλά δεν είναι καθόλου ουτοπικός. Ούτε ρομαντικός. Αποτελεί μία πραγματικότητα που αν μείνεις μέχρι το τέλος θα καταλάβεις πολύ καλά τι εννοώ. Αναμφισβήτητα διανύουμε μία περίοδο όπου το άγχος, η πίεση και το στρες θριαμβεύουν ως νικητές και σχεδόν δικαιολογημένα. Η οικονομική κατάσταση της χώρας παρουσιάζει αρκετές δυσχέρειες και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να «τρέχουμε και να μην φτάνουμε». Δεν μας φτάνει ο χρόνος, δεν μας φτάνουν τα χρήματα, δεν μας φτάνει η ενέργεια. Και τελικά, τι γίνεται με τη ζωή μας;
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση βρισκόμαστε συγχρόνως και στην πιο εξελιγμένη εποχή τεχνολογικά. Και αυτό επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το ήδη υπάρχων άγχος μας. Τι εννοώ; Ότι φυσικά, πλέον η «ψυχαγωγία και διασκέδασή μας» πληρώνονται ακριβά. Ψυχαγωγούμαστε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οπότε πρέπει να έχουμε το κατάλληλο μέσο/ κινητό ώστε να μπορούμε να πλοηγούμαστε σε αυτά. Αφού το αποκτήσουμε πρέπει να αποκτήσουμε και τη «ζωή» των ατόμων που μας παρουσιάζουν τα μέσα αυτά. Νησιά, ξενοδοχεία, ακριβά εστιατόρια είναι απαραίτητα συστατικά μιας «ευτυχισμένης και φυσιολογικής ζωής».
Εκτός όμως, από το τελευταίο μοντέλο smartphone ή smart TV πρέπει να έχουμε και ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου, μία «in» εργασία, συνδρομή σε Netflix / Spotify και πάει λέγοντας. Και τότε είμαστε ευτυχισμένοι(;) Ή χρεωμένοι και δυστυχισμένοι; Μάλλον το δεύτερο.
Στο βωμό του να είμαστε μέλη μιας ομάδας πέφτουμε συχνά σε παγίδες από τις οποίες δύσκολα βγαίνουμε. Και πολλές φορές μάλιστα, ηθελημένα μένουμε εκεί. Κάνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι για να μην παρεξηγηθούμε, να μην ξεστρατίσουμε από την αγέλη, να μην ξεχωρίσουμε, να μην μας δείξουν με το δάχτυλο ως διαφορετικούς. Και κάπως έτσι εδραιώνεται μια συμπεριφορά στην κοινωνία που δύσκολα καταρρίπτεται.
Ο άνθρωπος είναι ένα ον που αποφεύγει να γνωρίσει τον εαυτό του. Προσπαθεί ακατάπαυστα να γνωρίσει τι σκέφτονται οι άλλοι, τι κρύβεται πίσω από κάθε πράξη τους, τι θέλουν, τι ζητάνε. Αλλά δεν κάνουν το ίδιο και για τον εαυτό τους. Φοβούνται για το τι θα αντικρύσουν. Για αυτό κρατάνε απασχολημένο συνεχώς τον εαυτό τους με κάτι έξω από αυτούς. Μιλάνε για το τι συμβαίνει στον κόσμο μα ποτέ για το τι συμβαίνει μέσα τους. Κρατάνε συνεχώς σε εγρήγορση το μυαλό τους προκειμένου να μη χρειαστεί να συνομιλήσουν με τον εσωτερικό εαυτό τους.
H εγρήγορση αυτή τους κάνει να μην παρατηρούν τίποτε στο διάβα τους. Μοιάζουν με προγραμματισμένες μηχανές οι οποίες κάθε μέρα ξυπνάνε για να τρέχουν. Τρέχουν να πάρουν καφέ για να ξυπνήσουν. Τρέχουν να φτάσουν στη δουλειά τους. Τρέχουν να βρουν παρκινγκ. Τρέχουν να τελειώσουν τη δουλειά τους. Τρέχουν να πάνε σπίτι. Τρέχουν να τακτοποιήσουν εκκρεμότητες. Τρέχουν να κοιμηθούν για να τρέξουν και πάλι την επόμενη μέρα. Και στη διάρκεια όλου αυτού του τρεξίματος δεν παρατηρούν τι συμβαίνει έξω από τις αόρατες παρωπίδες τους.
Χάνουν τα ηλιοβασιλέματα, τον έναστρο ουρανό, τον ήχο του κύματος στην ακτή, τη μυρωδιά από το βρεγμένο χορτάρι, ένα ζεστό βλέμμα, την ανιδιοτέλεια, την προσφορά. Τόσα δωρεάν μα συγχρόνως και τόσο ακριβά πράγματα.
Η εποχή μας, μας έχει επιβάλλει νέα «πρότυπα ευτυχίας» και στην προσπάθειά μας να τα φτάσουμε συχνά απογοητευόμαστε και ως αποτέλεσμα χάνουμε και τα πραγματικά στοιχεία που συνθέτουν την ευτυχία της ζωής. Ας επαναπροσδιορίσουμε λοιπόν, τους πραγματικούς μας στόχους ο καθένας, τι μας κάνει πραγματικά χαρούμενους ως μονάδα και έπειτα ας οργανώσουμε τη ζωή και την καθημερινότητά μας με γνώμονα αυτούς. Ακόμη, ας αγκαλιάσουμε τον εαυτό μας και στις άδειες μέρες, εκείνες που η παραγωγικότητά μας είναι υπό του μηδενός. Αλλά καμία μέρα να μην πάει χαμένη και να μην θαυμάσουμε ό,τι απλόχερα και δωρεάν μας προσφέρεται.
Παρακάτω παραθέτω τα σπουδαία λόγια του Χρόνη Μίσιου, Έλληνα συγγραφέα μεταξύ άλλων από το βιβλίο του «Χαμογέλα ρε…τι σου ζητάνε» πιο επίκαιρα από ποτέ.
“...Έτσι, μ' αυτήν την κ…εφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;' Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ' την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκ..τά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς ... Όμως το αφήσαμε για αύριο ... Για να πάμε που;
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μ…άκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ' τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας..”
Αφήστε μια απάντηση