Ήταν μια κατασκότεινη νύχτα στο δάσος και οι περιστασιακοί ήχοι από το θρόϊσμα των φύλλων και το λίκνισμα των κλαδιών των δέντρων ήταν το μόνο πράγμα που ακούγονταν. Ένας νεαρός άντρας, ο Μιχάλης, είχε αποφασίσει να περάσει μια νύχτα στο δάσος, μόνος του. Ήθελε να αποδράσει από το άγχος της καθημερινότητας και να απολαύσει την ηρεμία της φύσης.
Ωστόσο, όσο περπατούσε μέσα στο δάσος, ένιωθε μια περίεργη αίσθηση στο στομάχι του. Ήταν σαν να ήξερε ότι κάτι δεν ήταν σωστό σε αυτό το μέρος. Συνέχισε να περπατάει, αλλά η αίσθηση αυτή γινόταν ολοένα και πιο έντονη.
Τελικά, ο Μιχάλης έφτασε σε ένα μικρό σπίτι στο βάθος του δάσους. Ήταν ένα παλιό και σκοτεινό σπίτι με ξύλινα παράθυρα και μια μεγάλη πόρτα. Ο Μάικλ σκέφτηκε ότι ίσως να μπορούσε να βρει καταφύγιο εκεί, αλλά κάτι μέσα του φώναζε να τρέξει όσο πιο μακριά μπορεί από το μέρος.
Ο Μιχάλης πλησίασε την πόρτα του σπιτιού και την έσπρωξε αργά. Η πόρτα άνοιξε σιγά-σιγά και ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί μέσα. Ο χώρος ήταν ένα εγκαταλελειμμένο αχούρι με φθαρμένα έπιπλα γεμάτα σκόνη και αράχνες, ένα έντονο άρωμα μούχλας και σμήνη από μύγες να περιφέρονται παντού.
Ξαφνικά, ο Μιχάλης άκουσε έναν ήχο από πίσω του. Στράφηκε γρήγορα και αντίκρισε μια σκοτεινή σιλουέτα που έβγαινε από τα σκοτάδια του πλησιέστερου δωματίου. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να διακρίνει καλά, αλλά φαινόταν σαν ένας άνθρωπος.
Ο Μιχάλης ένιωσε ένα απότομο σφίξιμο στο στομάχι του καθώς το πλάσμα αυτό τον πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. Όταν το πλάσμα ήρθε αρκετά κοντά, ο Μιχάλης κατάλαβε ότι δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να περιγράψει με λόγια.
Η σιλουέτα συνέχισε να πλησιάζει και ο Μιχάλης αντιλήφθηκε ότι η μόνη του ελπίδα για να γλιτώσει την ζωή του ήταν να το βάλει στα πόδια. Στράφηκε απότομα και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο του σπιτιού αλλά ο δρόμος προς τα εκεί ήταν κλειστός από κούτσουρα τα οποία δεν υπήρχαν όταν πρωτομπήκε στον χώρο.
Ο Μιχάλης σταμάτησε και γύρισε για να δει το τέρας που τον ακολουθούσε. Η σκοτεινή σιλουέτα είχε πλέον φτάσει πίσω του και ο Μιχάλης ένιωθε την ανάσα της στον αυχένα του. Το πλάσμα ήταν ότι πιο αποτρόπαιο είχε αντικρίσει ποτέ. Είχε μαύρο δέρμα, μακριά, κοφτερά νύχια και μια μακάβρια μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπό του.
Ο Μιχάλης κλώτσησε με μανία και παραμέρισε τα κούτσουρα προσπαθώντας να φύγει αλλά διαπίστωσε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Το τέρας τον πλησίασε και του έπιασε τον ώμο. Ο Μιχάλης άρχισε να κλαίει και να φώναζει για βοήθεια αλλά κανείς δεν άκουγε τις κραυγές του σε αυτόν τον ξεχασμένο από τον θεό τόπο.
Μπορούσε πλέον να διακρίνει καλά την μάσκα του τέρατος η οποία παρουσίαζε μια αποκρουστική όψη. Το πρόσωπο ήταν πελιδνό σαν πρόσωπο πεθαμένου και οι οφθαλμοί του ήταν κόκκινοι και πρησμένοι. Ένας λαρυγγώδης ήχος σαν φωνή από το υπερπέραν βγήκε από το στόμα του πλάσματος και στη συνέχεια, απελευθέρωσε απότομα τον ώμο του Μιχάλη και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
Ο Μιχάλης έμεινε αποσβολωμένος στο δωμάτιο δίχως να καταλαβαίνει τι ακριβώς συνέβη. Τελικά, κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα και να φύγει από το σπίτι. Έτρεξε για πολύ ώρα μέχρι να γυρίσει πίσω στον πολιτισμό και να φτάσει σε ένα γνωστό του κατάστημα όπου και τον περίμενε ένας φίλος του με τον οποίο είχε κλείσει ραντεβού το ίδιο απόγευμα. Με τρεμάμενη φωνή άρχισε να εξιστορεί στον φίλο του την αλλόκοτη και τρομαχτική εμπειρία που βίωσε στο σπίτι του δάσους.
Με έκπληξη παρατήρησε ότι, στην διάρκεια της αφήγησης, ο φίλος του έδειχνε ολοένα και πιο φοβισμένος, με τα δάχτυλά του να τρέμουν κρατώντας ένα φλυτζάνι καφέ και χύνωντας διαρκώς το λαχταριστό μαύρο υγρό σταγόνα σταγόνα.
"Τι τρέχει, τι σου συνέβει;" ρωτά ο Μιχάλης.
"Είδα το ίδιο πράγμα που είδες κι εσύ πριν από μερικές μέρες. Το τέρας με την μάσκα."
Μόλις ηρέμησαν λίγο από το σοκ, οι δυο φίλοι πήραν τηλέφωνο στην αστυνομία και περιέγραψαν το περιστατικό, ζητώντας από τις αρχές να ερευνήσουν το μέρος. Το τοπικό τμήμα έστειλε μια περίπολο να ελέγξει το εγκαταλελειμμένο σπίτι αλλά οι εκπρόσωποι του νόμου γύρισαν πίσω με άδεια χέρια, αναφέροντας ότι η πόρτα του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη και το σπίτι παμβρώμικο και άδειο.
Ο Μιχάλης και ο φίλος του δεν δίστασαν να περιγράψουν την εμπειρία τους σε φίλους και συγγενείς, αλλά κανείς δεν έδειχνε να τους πιστεύει. Η ιστορία τους μετατράπηκε σταδιακά σε αστικό μύθο και άρχισε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα στην πόλη τους.
Ο Μιχάλης και ο φίλος του δεν ξαναπάτησαν ποτέ σε εκείνο το σπίτι. Αποφάσισαν να μετακομίσουν σε άλλη πόλη και να ξεχάσουν αυτήν την τραυματική εμπειρία. Ωστόσο, η ιστορία τους συνεχίζει να ζει στις σκέψεις των ανθρώπων στην πόλη που εγκατέλειψαν αν και κανείς δεν ξαναντίκρισε το μυστηριώδες τέρας με τη μάσκα.
Αφήστε μια απάντηση