H σημερινή κοινωνία χαρακτηρίζεται από μία γενικότερη κρίση ηθών και αξιών η οποία έρχεται ως απόρροια της τεχνολογικής κοίμησης που προκαλεί η ίδια στην κοινωνία. Ο σημερινός άνθρωπος έχει αποστασιοποιηθεί από τις πνευματικές ανησυχίες με αποτέλεσμα να επαναπαύεται στην νάρκη του δήθεν ωραίου και αυτού που του παρουσιάζουν ως ελιτίστικο τρόπο ζωής. Ουσιαστικά, σήμερα βιώνουμε μία κρίση βαθύτατων ηθικών αρχών και αξιών που διαμορφώνει «ακοινώνητες κοινωνίες». Ο άνθρωπος της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευαισθησία ούτε για την καλλιέργεια του εσωτερικού του κόσμου.
Σε τέτοιους καιρούς, λοιπόν, η τέχνη που διαχρονικά αντανακλά την ζωή και τα χαρακτηριστικά της αλλοτριώνεται και χάνει τις ουσιαστικές της λειτουργίες. Ο άνθρωπος του θεάτρου (και ευρύτερα ο καλλιτέχνης) σήμερα έχει επηρεαστεί αρνητικά από τον όχλο και έχει παρερμηνεύσει˙ πολύ χειρότερα έχει ευτελίσει την τέχνη του. Σε καιρούς περιφρόνησης, αδιαφορίας της βαθύτερης έννοιας της θρησκευτικότητας (πολύ χειρότερα της ταύτισης αυτής με την θρησκοληψία) και των κλασσικών ιδεών η τέχνη αδυνατεί να βρει καταφύγιο προκειμένου να ακουμπήσει, να ενεργοποιήσει την ψυχή και τον νου μας. Σε ποια θεμέλια να σταθεί η μεγάλη καλλιτεχνία όταν φτωχαίνει και αδειάζει όλο και περισσότερο το πνεύμα;
Πηγή ΥΠΠΟΑ
Η εμπορευματοποίηση της τέχνης είναι ένα μεγάλο αγκάθι και μελανό σημείο για την ίδια αλλά και την κριτική ειδικότερα. Η εποχή χαρακτηρίζεται από φθορά και έκπτωση της κριτικής σκέψης ευρύτερα. Ως εκ τούτου, η θεατρική κριτική υπονομεύεται, περιθωριοποιείται και παραμερίζεται. Δεν είναι μόνο η αντικατάσταση του θεατρικού κριτικού και του θεατρολόγου από τους δημοσιογράφους, τους κλασσικούς φιλολόγους ή και τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Το δυσκολότερο και θλιβερότερο αποτελεί το γεγονός ότι η ευρύτερη κατάσταση είναι τέτοια που φύσει δεν συμφωνεί με την φυσιογνωμία της ανιδιοτελούς και επαρκούς θεατρικής κριτικής.
Ζούμε σε μία παρα- καλλιτεχνική κοινωνία που επιβραβεύει την υποκουλτούρα στο πλαίσιο των εύκολων επιλογών που με την σειρά τους σχετίζονται με την κακοτεχνία. Σήμερα, σε αυτήν την παρακμάζουσα κοινωνία επιβραβεύονται καλλιτέχνες όχι από τους κριτικούς ή την ιστορία του θεάτρου. Αυτό, πλέον, το ορίζουν με φαιδρά κριτήρια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των μεγαλόστομων. Επιβραβεύουν όχι το ταλέντο και την μεγάλη Τέχνη αλλά την ομορφιά της star που ζώντας εντός ψευδαισθήσεων πιστεύει εσφαλμένα ότι μπορεί να ανέβει στο σανίδι και γίνει ηθοποιός βάσει των δημόσιων σχέσεών της και όχι στην σκληρή δουλειά, στην πηγαία κλίση ούτε σε μία εσωτερική ανάγκη.
Σαφέστερα, στο βωμό της εμπορευματοποίησης, στο θέλγητρο της λάμψης και της βεντέτας έχει εισαχθεί κατά πρώτον ο καλλιτέχνης˙ στην περίπτωση του θεάτρου, εντονότερα ο ηθοποιός ο οποίος έχει μετατραπεί σε ένα καταναλωτικό προϊόν που απομακρύνεται από την ευγενική, ευαίσθητη φυσιογνωμία της τέχνης και την κατανόηση της ίδιας ως ενάρετης δημιουργίας. Ο ηθοποιός σήμερα έχει λάβει διαστάσεις celebrity και, όπως φαίνεται, στηρίζεται διαρκώς στις δημόσιες σχέσεις και τις ανούσιες, φαιδρές συνεντεύξεις, που έχουν σαφή και άμεση εξάρτιση από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Πηγή Unsplash
Ταυτόχρονα, παρατηρείται η υποκριτική διάθεση του σημερινού ηθοποιού. Οι καλλιτέχνες πολλές φορές ενώ ισχυρίζονται ότι είναι κατά της (κακής) τηλεόρασης έμπρακτα λαμβάνουν μέρος σε αυτήν και την στηρίζουν. Ευχαριστούν το κοινό, τον θιασάρχη και τον σκηνοθέτη μόνο όταν τους επιβραβεύει. Δίνουν συνεντεύξεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιβάλλοντας το εγώ τους, αναζητώντας να διαμορφώσουν την γνώμη ενός κοινού που προηγουμένως είχαν ευχαριστήσει δημόσια εντελώς επιφανειακά. Ουσιαστικά, ο καλλιτέχνης έχει «περιτυλιχθεί» με μία πανομοιότυπη μόδα που τον έχει μετατρέψει σε άβουλο καταναλωτικό προϊόν. Γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ξένων, αντικαλλιτεχνικών συμφερόντων και χάνει την δική του προσωπικότητα, δημιουργία έστω και εάν την έχει μέσα του.
Απόδειξη αυτής της θλιβερής κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι σήμερα έχει παρερμηνευθεί ο όρος του ηθοποιού με το “gossip” που ως αφετηρία του δεν έχει την Τέχνη αλλά την ιδιωτική ζωή των λεγόμενων “stars”. Ουσιαστικά προάγονται στον αποδέκτη και πολύ εντονότερα στους νέους ένας επιφανειακός, ελιτίστικος τρόπος ζωής άμεσα συνυφασμένος με την αγάπη για την υλική λάμψη. Παρ’ όλα αυτά, είναι αυταπόδεικτο ότι ο χρόνος είναι ο μεγάλος κριτής και μόνο αυτός αναδεικνύει τους μεγάλους καλλιτέχνες.
Όμως, η εμπορευματοποίηση και η καταναλωτική διάσταση του καλλιτέχνη έχουν σχέση και με πλήθος άλλων μέσων. Όλο αυτό το παιχνίδι των επιστολών από θαυμαστές μόνο ανόητο και γελοίο μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο καλλιτέχνης ορίζεται ως δημιουργία, ως πλάστης του κόσμου που κεντάει θέματα που απασχολούν όλους μας ανεξάρτητα χρόνου και χώρου. Ο καλλιτέχνης διαχρονικά είναι φορέας και πατέρας μίας δημιουργικής σύλληψης του κόσμου όταν μορφοποιεί το περιεχόμενό του. Τι σχέση έχει αυτή η δημιουργία, αυτό το περιεχόμενο με την επιδίωξη αυτοπροβολής από μέρους του καλλιτέχνη;
Πηγή iStock
Η προαναφερόμενη, όμως, κατάσταση δεν σχετίζεται μόνο με ένα ευρύτερο ζήτημα απομίμησης αρνητικών προτύπων και αλλοτριωτισμού της κοινωνίας. Έχει και μία ειδικότερη, αρνητική επίδραση που αφορά την θεατρική κριτική. Αυτή ακόμα και των κατεχόντων ακαδημαϊκών γνώσεων και παιδείας δεν αθωώνεται και σίγουρα χαρακτηρίζεται από ανομήματα, σφάλματα καθώς είναι μέρος ενός κόσμου που μόνο αγγελικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Η αποδοχή, όμως, των ανομημάτων της, των αδυναμιών της και η προσπάθεια θεράπευσής τους απέχει πάρα πολύ από την απόλυτη και αδιάλλακτη άποψη του τύπου «ας τα φορτώσουμε όλα στην θεατρική κριτική λόγω της ιδιοτέλειας που μπορεί να την χαρακτηρίζει, είναι άχρηστη».
Επιπρόσθετα, η προβολή άσχετων στοιχείων με την θεατρική τέχνη έχει σοβαρό ρόλο στην παραμόρφωση της ίδιας, γιατί πλάθει και προετοιμάζει- όχι ένα κοινό με αναπτυγμένη κριτική σκέψη, που αξιολογεί και προβληματίζεται μέσω των καλλιτεχνικών ερεθισμάτων- αλλά ένα άβουλο κοινό που στείρα βρίσκεται στην θεατρική αίθουσα για να γίνει το αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον έμπορα θιασάρχη.
Ο καταιγισμός αυτής της πλάνης, του αποπροσανατολισμού είναι φανερότατος και έχει αλλοιώσει εμφανώς την πρέπουσα, αυτόνομη, ακαδημαϊκή κριτική από τις θεατρικές εξελίξεις και διαδικασίες. Δεν είναι υπερβολή αλλά πραγματικότητα: Σήμερα ο θεατής δεν βλέπει, δεν κρίνει ο ίδιος, δεν επιλέγει αυτός τι θα δει, αλλά του λένε ποιο είναι το έργο, ποια η παράσταση… πολύ χειρότερα του λένε, του καθορίζουν εκ των προτέρων και την ποιότητα, το περιεχόμενο αυτών.
Τον ξεπεσμό της σημερινής κατάστασης, που θέλει τον άλλοτε ονομαζόμενο «καλλιτέχνη» άβουλο, καταναλωτικό προϊόν το αποδεικνύει η αυτογνωσία του παρελθόντος, η σύγκριση δηλαδή μέσα από την ίδια ιστορία του Νεοελληνικού θεάτρου. Αν προβούμε σε μία συγκριτική μελέτη του τότε με το σήμερα κατανοείται σαφώς η παρακμή της σημερινής θεατρικής κατάστασης και εξέλιξης: Κοραής, Πολυλάς, Ροΐδης, Παλαμάς, Ταγκόπουλος, Βάρναλης, Πολίτης ανήκουν στις σελίδες γεμάτες νοσταλγία του παρελθόντος, έχει χαθεί αυτή η αίγλη της λόγιας θεατρικής κριτικής. Επομένως, δεν είναι θεμιτό να επιβαρύνουμε μονομερώς την θεατρική κριτική υπενθυμίζοντας τα ακανθώδη προβλήματά της, γιατί το σήμερα που τείνει να την εγκαταλείψει και να λησμονήσει την γενιά νέων μεγάλων θεωρητικών και κριτικών είναι ακόμα θλιβερότερο.
Πηγή Wallpaper Abyss - Alpha Coders
Το θέατρο παραδοσιακά έχει έναν διδακτικό και πιο «πνευματικό» χαρακτήρα. Είναι μία κλασσική θέση, που στην ιστορία του θέατρου και γενικότερα των τεχνών επαναλαμβάνεται από τους αληθινούς υπερασπιστές της καλαισθησίας. Τουλάχιστον, αυτό ομολογούν οι πληθώρες αναφορές των μεγάλων και αληθινών καλλιτεχνών, αυτό υποστηρίζουν πνευματικοί άνθρωποι της τέχνης και της φιλοσοφίας. Αυτό μνημονεύει και η ίδια η ιστορία του θεάτρου.
Σήμερα, όμως, αυτές του οι ιδιότητες κλονίζονται σημαντικά και τείνουν να εκλείψουν. Το θέατρο, υπό την ευρύτερη κατάσταση και όχι μεμονωμένα η περίπτωση του καλλιτέχνη έχει πέσει στην παγίδα της λεγόμενης «εμπορικότητας» και «παραγωγής». Δεν είναι μόνο ο ηθοποιός, είναι η σφαιρικότερη κατάσταση. Το θέατρο, δηλαδή, φθίνει από τον ενάρετο, εξευγενισμένο σκοπό του και αντιμετωπίζεται ως καταναλωτικό προϊόν. Σε αυτό, μάλιστα, έχει προκαλέσει σημαντικά ένα μέρος του κινηματογράφου και εσωτερικοί παράγοντες, οι ίδιοι δηλαδή άνθρωποι του θεάτρου. Ο πειρασμός, επομένως, του πλούτου είναι μεγάλος και τελικά αποδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης μέσα στα τόσα άλλα ζητούμενά του πρέπει να είναι και ακέραιος, ανιδιοτελής˙ χαρακτηριστικά που επέρχονται όχι τυχαία αλλά μόνο όταν το καλλιτεχνικό αντικείμενο λατρεύεται και αντιλαμβάνεται ως θρησκεία. Για αυτούς τους λόγους και ο θεατρικός κριτικός Στάθης Δομάζος υποστήριζε ότι «όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μία παράσταση δεν σημαίνει πάντοτε ότι βρισκόμαστε και μπροστά σε θέατρο».
Κατανοείται, επομένως, ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες της θεατρικής τέχνης και ως εκ τούτου η κριτική της, η οποία πλέον γνωρίζει προεκτάσεις λαμβάνοντας και άλλες υποχρεώσεις. Η θεατρική κριτική είναι ένας στίβος, ένας αιχμηρός αγώνας που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, το θάρρος της γνώμης. Αν ήταν μια φορά έτσι στο παρελθόν, τώρα χίλιες περισσότερο. Ο ανιδιοτελής και ηθικός κριτικός που εργάζεται για την τέχνη του και όχι για τις παραγωγές θα ενοχλεί. Είναι σίγουρο! Και αυτό, γιατί δεν έχει χρέος να αξιολογεί μόνο το σκηνικό αποτέλεσμα που αποτελείται από την ερμηνεία, σκηνοθεσία, σκηνογραφία, φωτισμό, μουσική και ενδυματολογία. Αυτά είναι τα κατεξοχήν θέματα κριτικής του. Από΄ κει και ύστερα, όμως, καθήκον του είναι να ασκεί κριτική και στους αντι- καλλιτέχνες, σε αυτούς που για τα δικά τους συμφέροντα αντιστρατεύονται και μειώνουν τον ενάρετο σκοπό, την δέουσα λειτουργία της θεατρικής τέχνης. Ουσιαστικά, καλείται να κρίνει και το παρασκήνιο που δύναται να αλλοιώσει το θεατρικό αποτέλεσμα ακόμα και όταν οι διαθέσεις, προθέσεις του καλλιτέχνη υπηρετούν την τέχνη του. Γιατί, δυστυχώς, πολλές φορές η παράσταση καταλήγει να μην είναι αυτή που θέλησε ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί αλλά ο παραγωγός και ο θιασάρχης. Ο κριτικός θεάτρου οφείλει να κρίνει αδιασάλευτα και τους δεύτερους (εφόσον δρουν αθέμιτα και αντι-καλλιτεχνικά). Δεν χαϊδολογεί αλλά στηλιτεύει τις σκληρές αλήθειες για αυτούς εάν και εφόσον υπάρχουν.
Πηγή UnSplash
Πέραν αυτών, όμως, υπάρχει και ένα άλλο κεφάλαιο που δεν σχετίζεται με τον πομπό, όποιος είναι αυτός αλλά με τον αποδέκτη, τον θεατή, το κοινό δηλαδή. Τα θεατρικά δεδομένα είναι νέα σήμερα και δεν έχουν επηρεάσει μόνο τον καλλιτέχνη, τον κριτικό αλλά και τον θεατή. Κάποτε το κοινό του θεάτρου μοιράζονταν με ταξικά κριτήρια με αποτέλεσμα να υπάρχει η αίσθηση του λεγόμενου «μεγάλου κοινού». Σήμερα η έννοια του ενιαίου κοινού δεν είναι το ίδιο εμφανής, έχει διασπαστεί, έχει μοιραστεί και ως εκ τούτου έχει συστήσει διαφορετικά είδη θεάτρου˙ πράγμα που σημαίνει ότι ο θεατής ασκεί καταλυτική επίδραση στο έργο τέχνης. Αυτό το μοίρασμα σχετίζεται με τα εξής: Αφενός σύμφωνα με τα υποκειμενικά γούστα, τις προτιμήσεις και αφετέρου με τις ιδεολογικές απόψεις του ίδιου που με τη σειρά τους σχετίζονται άμεσα με την γενικότερη κρίση των πνευματικών αξιών της σημερινής εποχής. Σε σχέση με το πρώτο σημαντικό ρόλο έχουν οι απογοητεύσεις και το ανικανοποίητο του σύγχρονου θεατή. Ο θεατής όταν βλέπει μία θεατρική παράσταση έχει ξοδέψει χρόνο και χρήμα. Όταν, λοιπόν, οι προσδοκίες του με το πέρας της θεατρικής παράστασης δεν ικανοποιούνται και καταλήγει στην σκέψη του τύπου «δεν μου άρεσε, αδίκως ξόδεψα χρόνο και χρήμα» μοιραία δημιουργούνται κάποιες άλλες προτιμήσεις από την απόρριψη.
Πηγή iStock
Ο κυριότερος παράγοντας, όμως, που έχει διασπάσει και μετακινήσει το κοινό δεν είναι η αίσθηση της καλαισθησίας που είναι άμεσα συνυφασμένη με το υποκειμενικό γούστο. Αυτό πάντοτε συνέβαινε γιατί υπήρχε και υπάρχει ως αναπόφευκτη φύση στους ανθρώπους. Το δεύτερο κριτήριο είναι βαθύτερο και πιο περίπλοκο. Ο σημερινός θεατής ζει σε μία εκβαρβαριστική, αποτροπιαστική, εχθρική και θηριώδη κοινωνία. Αυτό τον οδηγεί στην αναζήτηση ενός καταπραϋντικού χαρακτήρα στην τέχνη περισσότερο από οπουδήποτε αλλού γιατί μόνο αυτή χαρακτηρίζεται από την παγίδα της αισθητικής απόλαυσης, από την ομορφιά του νου, τα διακοσμητικά γόητρα που δύνανται να ταξιδέψουν τον ίδιο σε έναν άλλο κόσμο, πιο υπερρεαλιστικό και παραμυθένιο.
Έτσι, δημιουργείται ένα κοινό- όχι ομαδικό- αλλά που διασπάται. Δημιουργείται ένα κοινό που ζητάει από το θέατρο προβληματισμό, απάντηση, μέθεξη στο πρόβλημα της εποχής του και της μοίρας του. Πολύ περισσότερο, ζητάει απαντήσεις, γιατί είναι ανήσυχο λόγω της ταραχής που χαρακτηρίζει την σύγχρονη εποχή του˙ μίας ταραχής που αντανακλάται στον θεατρικό θεατή. Το ενδιαφέρον του, όμως, λόγω της σύγχρονης έννοιας του τραγικού για την κοινωνία δεν είναι προβληματικό αλλά φέρει επιπλέον δεδομένα στην θεατρική τέχνη.
Συμπερασματικά, η νέα αντιμετώπιση της θεατρικής τέχνης και σαφέστερα η ανικανότητα της ίδιας να αναφερθεί σε όσα προβληματίζουν τον άνθρωπο λόγω της αδυναμίας των δημιουργών να επιβεβαιώσουν την λειτουργία του πραγματικού καλλιτέχνη δίνει νέο ένδυμα στην παράσταση, στην θεατρική κατάσταση και τον θεατή. Ως εκ τούτου, έχουν διαμορφωθεί νέα δεδομένα και για τον κριτικό που οφείλει, πλέον, να αναφερθεί σε αυτά τα ασθενικά σημεία όντας η τελευταία ελπίδα σε αυτόν τον αντιθεατρικό ευτελισμό.
Αρθρογράφος: Καραγιαννοπούλου Ευθυμία (Θεατρολόγος, Θεωρητικός Θεάτρου με ειδίκευση στην Ιστορία της Φιλοσοφίας και στην αρχαία ελληνική τραγωδία)
Η Ευθυμία Καραγιαννοπούλου είναι θεατρολόγος - θεωρητικός θεάτρου, θεατροπαιδαγωγός (με πιστοποίηση παιδαγωγικής επάρκειας) και μονωδός (φωνή: υψίφωνος - spinto soprano). Είναι κεντρική αναλύτρια για το θέατρο και τις τέχνες στην ραδιοφωνική εκπομπή "Θεατρογραφίες" του web radio Syzefxi. Εργάζεται ως θεατρολόγος και εμψυχώτρια θεατροπαιδαγωγικών εργαστηρίων στην Σχολή Χορού Χοροακτίς και στο Ίδρυμα Μουσικής & Εικαστικών Τεχνών Βασίλη & Μαρίνας Θεοχαράκη. Επιπλέον, εργάζεται ως θεατροπαιδαγωγός στο Ιδιωτικό Νηπιαγωγείο Be Kids. Έλαβε το πτυχίο της από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών στο Ναύπλιο. Με υποτροφία από το «Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών» (ΙΚΥ) έλαβε δύο μεταπτυχιακούς τίτλους: «Ιστορίας της Φιλοσοφίας & των Ιδεών» από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και «Ελληνικού & Παγκόσμιου Θεάτρου: Δραματουργία & Παράσταση» του ιδίου ιδρύματος. Στο παρελθόν έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα για το αρχαίο ελληνικό θέατρο στο «Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard», ως Θεατρολόγος δίνοντας θεωρητικές διαλέξεις σε σχέση με την ιστορία και δραματολογία του Αρχαίου και Ευρωπαϊκού Θεάτρου, ως Θεατροπαιδαγωγός σε παιδιά, εφήβους και ως λυρική τραγουδίστρια (υψίφωνος).