Το σύγχρονο θέατρο στην Ελλάδα πλήττεται σφοδρά από τον τρόπο σκέψης και αντίληψης των καλλιτεχνών και θιασαρχών που συνδέεται με την κερδοσκοπία και την ιδιοτέλεια. Έτσι, εύλογα διερωτάται κανείς ποιο είναι το καθήκον και οι στόχοι του θεατρικού κριτικού˙ πώς πρέπει ο ίδιος να αντιμετωπίσει τις θεατρικές εξελίξεις του τόπου του ως μέλος αυτών. Ο κριτικός θεάτρου όντας δρον μέρος ενός πνευματικού λειτουργήματος έχει καθήκον απέναντι στον καλλιτέχνη και το κοινό του. Εντούτοις, δεν είναι εύκολη η αποστολή του και δεν έχει διασαφηνιστεί ποιο είναι το χρέος του: Θα ασχοληθεί με τα ευτελή ζητήματα των κρατικών και ιδιωτικών σκηνών, με τις φλυαρίες των πρωταγωνιστών ή θα αντιμετωπίσει την κατάσταση προσπαθώντας να την θεραπεύσει;
Το θέμα του χρέους και της δεοντολογικής κριτικής έχει απασχολήσει διαχρονικά την ιστορία και θεωρία του θεάτρου δεδομένου ότι η θεατρική τέχνη εξελίσσεται συνεχώς, αλλάζει ραγδαία διότι αποτελεί αντανάκλαση της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Μάλιστα στην περίπτωση της θεατρικής κριτικής και όχι απλά της θεατρολογικής έρευνας το θέμα είναι ακόμη πιο περίπλοκο διότι διαμεσολαβεί ο κυρίαρχος υποκειμενικός παράγοντας που χαρακτηρίζει την πρώτη. Η κριτική είναι ξεκάθαρα υποκειμενική. Τα αιτήματα της αντικειμενικότητας και της τεκμηρίωσης υπάρχουν, είναι κυρίαρχα γιατί μέσω αυτών ο κριτικός γίνεται επαρκέστερος. Το γεγονός, όμως, ότι το αίτημα της αντικειμενικότητας υπάρχει δεν σημαίνει ότι είναι και δεδομένο. Η αντικειμενικότητα είναι δυνατόν να επιτευχθεί εάν και εφόσον ο κριτικός έχει κατά νου του πάντα την τεκμηρίωση και απόδειξη όσων λέει.
Μέχρι σήμερα, ο κριτικός θεάτρου είχε να επεξεργαστεί δύο τομείς κατά κύριο λόγο: Αφενός την ενημέρωση και αφετέρου την αξιολόγηση˙ χαρακτηριστικά που με την σειρά τους αναφέρονται σε καλλιτέχνη και κοινό. Ο κριτικός ενημερώνει, περιγράφει, αναλύει, ερμηνεύει και κρίνει όλους τους ερμηνευτές (ηθοποιούς και πιθανών τραγουδιστές, χορευτές), τους συντελεστές (σκηνοθέτη, σκηνογράφο, ενδυματολόγο, φωτιστή, μουσικό, ενορχήστρωση) αλλά και το κοινό, που είναι ετερόκλητο και μικτό.
Ως εκ τούτου, το πεδίο της θεατρικής κριτικής είναι ο πιο πολεμικός λόγος εν συγκρίσει όλων των υπόλοιπων μορφών καλλιτεχνικής αξιολόγησης λόγω των πολλαπλών αποδεκτών που την χαρακτηρίζουν (κριτική του θεάτρου). Ταυτόχρονα, η σημασία της παραμένει μεγάλη καθώς είναι αναγκαία για πολύ μεγάλο μέρος των ανθρώπων. Η θεατρική κριτική οφείλει μεν να διαφωτίζει το κοινό για να καταλάβει καλύτερα το έργο τέχνης ο αποδέκτης της παράστασης και να καθοδηγήσει δε τον καλλιτέχνη, να τον συμβουλεύσει ώστε να τον κάνει αρτιότερο. Για να μπορέσει, όμως, ο καλλιτέχνης να καθοδηγηθεί κατ’ ουσίαν πρέπει η κριτική που θα του ασκηθεί να χαρακτηρίζεται από μεσότητα, δέον ύφος και ισορροπία. Δεν νοείται να είναι καταδίκη αλλά ούτε και θρίαμβος. Ως εκ τούτου, ο κριτικός οφείλει να αναλύσει εις βάθος το κείμενο (στο οποίο στηρίζεται η παράσταση)˙ προπαντός όμως την παράσταση και να εντοπίσει τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τις αδυναμίες του δημιουργού (του σκηνοθέτη).
Βέβαια, βασική προϋπόθεση αυτών αποτελεί η ανάγνωση του κριτικού κειμένου. Ο κριτικός, επομένως, οφείλει να πείσει τον καλλιτέχνη και το κοινό του να τον διαβάσουν. Για αυτό το λόγο είναι σημαντικότατο το ύφος της θεατρικής αξιολόγησης και ανάλυσης. Ο κριτικός οφείλει να δημιουργήσει κατάλληλα αφενός το περιεχόμενό του (τι θα μνημονεύσει) και αφετέρου την μορφή (πώς θα αναφερθεί). Το ύφος της θεατρικής κριτικής είναι απόρια όλων των υπολοίπων συγγραφικών λεπτομερειών και γνώσεων, είναι αυτό που προδίδει την ποιότητα του κριτικού, το εάν ο ίδιος έχει ταλέντο στην συγγραφή, γνώσεις, αισθητική καλλιέργεια και καλλιτεχνική ευαισθησία˙ προδίδει εν ολίγοις την επάρκεια ή μη του κριτικού. Σαφέστερα, οφείλει να αναλύει τις ιδέες του σε μορφή δοκιμιακού λόγου και όχι δημοσιογραφικού. Ο κριτικός λόγος δεν είναι μία φωτογραφική, επιφανειακή και φαινομενική αποκρυπτογράφηση όσων βλέπει ο θεατής. Είναι λόγος με επιστημονική φυσιογνωμία (θεατρολογική εάν διερευνήσουμε και συστήσουμε το θέμα με σημερινούς όρους) που χαρακτηρίζεται από αυτονομία και αυτοτέλεια.
Επιπρόσθετα, ο θεατρικός κριτικός οφείλει να προβάλει πάντα το έργο τέχνης του και όχι τον εαυτό του. Δεν αυτοπροβάλλεται, δεν προσπαθεί να γίνει θαυμαστός στους αναγνώστες του αλλά να κινητοποιήσει, να επαγρυπνήσει, να διαφωτίσει και να συμβουλεύσει καλλιτέχνη και θεατή πάνω στο θεατρικό έργο τέχνης. Για αυτόν το λόγο τα «πρέπει» της θεατρικής κριτικής αναφέρουν ότι η ίδια πρέπει να είναι λακωνική, ουσιαστική και πειστική. Επομένως, ο λόγος του κριτικού δεν συνδέεται με εύκολες λύσεις όπως μπορεί λόγου χάριν να είναι η φήμη των παρασκηνίων. Η φλυαρία και το «αντικαλλιτεχνικό κουτσομπολιό» δεν τιμούν τον κριτικό. Αντιθέτως, τον μειώνουν και τον κάνουν να χαρακτηρίζεται από ρηχά επιχειρήματα και εύκολα τερτίπια.
Με το πρέπον ύφος και τρόπο, επομένως, ο κριτικός παρεμβαίνει και γίνεται η γέφυρα, ο μεσολαβητής ανάμεσα στο κοινό και τον δημιουργό με στόχο να τους φέρει σε μία πιο στενότερη και γόνιμη συνεργασία. Ο θεατρικός κριτικός, επομένως, γίνεται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο θεατρόφιλο κοινό και τους καλλιτέχνες του θεάτρου. Από την μία πλευρά οφείλει να κάνει γνωστό στο κοινό το άγνωστο μέσα από την βαθύτερη ανάλυση και τεκμηρίωση όσων παρατηρούνται στην παράσταση. Και αυτό διότι η θέαση της σκηνής μπορεί να είναι κοινή για όλους ως αντικειμενικό γεγονός αλλά η ερμηνεία όχι. Ο κριτικός, επομένως, για το μη υποψιασμένο κοινό είναι ένας δάσκαλος που το βοηθά να καλλιεργήσει περαιτέρω την καλαισθησία που φύσει διαθέτει προκειμένου να αντιληφθεί και να νιώσει επαρκέστερα, πιο ολοκληρωμένα την αισθητική δημιουργία αλλά και το αποτέλεσμα που χαρακτηρίζει την τέχνη. Ως εκ τούτου, τα έργα τέχνης μέσω της διαμεσολάβησης του κριτικού γίνονται πιο προσιτά και πιο οικεία.
Βέβαια, ο κριτικός απευθύνεται και στον καλλιτέχνη. Σε σχέση με αυτόν, οφείλει να του θέσει και να του υπενθυμίσει τις απαιτήσεις ενός κοινού που πάντα θα είναι αμείλικτο και σκληρό στην κριτική του. Το κοινό είτε θα θεοποιήσει, είτε θα χαντακώσει, δεν δίνει ελαφρυντικά και δεν ενδιαφέρεται για τυχόν ατυχίες του ηθοποιού. Από την στιγμή που βρίσκεται στην θεατρική αίθουσα έχει ξοδέψει και χρήμα και χρόνο. Επομένως, αναμένει να μην διαψευστούν οι προσδοκίες του. Ο κριτικός οφείλει αυτό να το υπενθυμίζει στον καλλιτέχνη, διότι δεν είναι πολλές φορές αυτονόητο λόγω του ναρκισσισμού που χαρακτηρίζει πολλές φορές τον δεύτερο. Ο κριτικός δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη τον εφησυχασμό και την επανάπαυση αλλά του υπενθυμίζει τον σκληρό χώρο στον οποίο ο ίδιος βρίσκεται. Και αυτό όχι γιατί ο ρόλος του είναι ανταγωνιστικός, όχι για να προκαλέσει αγωνία στον δημιουργό αλλά γιατί είναι το τρίτο μάτι, το πιο ψυχρό και λογικό που οφείλει να μιλάει την γλώσσα της αλήθειας. Μέσω αυτού του δρόμου μονάχα και όχι του χαϊδολογήματος ο καλλιτέχνης δύναται να γίνει καλύτερος.
Απόδειξη, μάλιστα, αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο κριτικός παρακινεί και τον θεατή να είναι δίκαιος. Είναι αυτός που υπενθυμίζει στον θεατή ότι οφείλει να επανεξετάζει το ζήτημα και να ανακαλεί στην μνήμη του την θεατρική παράσταση προτού εκφράσει έπαινο ή νουθέτηση ή επίκριση. Στόχος πάντα είναι η μεσότητα και ισορροπία (όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης) τόσο στον καλλιτέχνη όσο και στο ετερόκλητο, διψασμένο κοινό που αναμένει απαντήσεις για να κατανοήσει περαιτέρω το δυσκολότερο θέατρο των εποχών του. Ο επαρκής κριτικός γίνεται το «εγχειρίδιο» του καλλιτέχνη. Διευκρινίζει στον ίδιο τα στάδια και τα βήματα μετάβασής του. Δεν στέκεται μόνο στο σκηνικό αποτέλεσμα αλλά μέσα από αυτό προσπαθεί να μελετήσει και να ερμηνεύσει την διαδικασία από την οποία δημιουργήθηκε η παράσταση. Επομένως, οφείλει να εντοπίσει εάν οι τυχόν αδυναμίες, σφάλματα και πλεονεκτήματα σχετίζονταν με τον ηθοποιό ή ήταν απόρια της σκηνοθετικής καθοδήγησης.
Για να μπορέσουν, όμως, όλα αυτά να έχουν κάποια πιστότητα και αποδοχή πρέπει να τηρείται το αίτημα της αντικειμενικότητας και τεκμηρίωσης του κριτικού λόγου. Αυτό, με την σειρά του, είναι ιδιαίτερα δύσκολο και όπως αναφέρθηκε απόλυτα αντικειμενική κριτική δεν υπάρχει (η απόλυτη αντικειμενικότητα κινείται στο φάσμα των ιδεών και όχι της πράξης). Παρ’ όλα αυτά, το αίτημα και ζητούμενο περί αντικειμενικότητας πρέπει να κραυγάζει στον νου του κριτικού. Ως προς αυτό, είναι σίγουρο ότι ο κριτικός πρέπει να σέβεται το είδος, τους στόχους του κρινόμενου έργου και να μην αξιολογεί έχοντας εκ των προτέρων έναν δοσμένο κανόνα που πρέπει να εφαρμοστεί στην παράσταση. Ο κριτικός είναι εξ’ ορισμού διαβεβαιωμένο ότι θα αποτύχει εάν κρίνει σκεπτόμενος το εάν είδε αυτό που έχει ο ίδιος στον νου του ως αυθεντία. Ουσιαστικά, οφείλει να μην δρα εγωιστικά και να προσπαθεί να διαβάσει την σκηνοθετική γραμμή, να ερμηνεύσει τον καλλιτεχνικό κόσμο ενός άλλου για ένα κείμενο που ο ίδιος γνωρίζει.
Ο θεατρικός κριτικός, επομένως, δεν χρησιμοποιεί προδιαγεγραμμένα, απόλυτα σχήματα και εκ των προτέρων παραδεδεγμένες αξιολογικές κρίσεις. Βλέπει το κάθε έργο στο είδος του και στα μοτίβα, στις τεχνοτροπίες που ακολουθούν αυτό. Ουσιαστικά, καλείται να κρίνει από μηδενική βάση και να αντιμετωπίσει την παράσταση ως ένα άγνωστο έργο έστω και αν γνωρίζει το κείμενο (καθώς το παραστασιακό κείμενο είναι διαφορετικό από το συγγραφικό κείμενο).
Συμπερασματικά, ο κριτικός δεν δρα συμπλεκτικά και δεν πρέπει να έχει προκαταλήψεις, στερεότυπα. Οφείλει να ανοίξει έναν εποικοδομητικό διάλογο με κοινό και καλλιτέχνη, στηριζόμενος στις γνώσεις του και στην όσο δυνατόν αντικειμενική ματιά του˙ μια ματιά, όμως, όχι τυχαία αλλά οξυδερκής, ευφυής και προπαντώς επιστημονική (ως εκ τούτου ο επαρκής κριτικός του θεάτρου είναι αποκλειστικά ο θεατρολόγος). Βέβαια, σήμερα οι αρμοδιότητες του κριτικού έχουν μετασχηματιστεί και αυξηθεί λόγω της ευρύτερης καλλιτεχνικής και ευρύτερα πολιτισμικής κατάστασης. Έτσι, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι όσα ανέφερα παραπάνω ως χρέη της θεατρικής κριτικής αποτελούν παραδοσιακές αρχές για την ίδια. Σήμερα, όμως, διαμεσολαβούν περισσότερα καθήκοντα και χαρακτηριστικά που προϋποθέτουν, μάλιστα, ιδιαίτερη αγάπη του κριτικού για το αντικείμενο του αλλά και αγέρωχο χαρακτήρα.
Ο κριτικός θεάτρου είναι κατά βάσει ένας πνευματικός άνθρωπος των γραμμάτων και της μόρφωσης. Ως εκ τούτου, πρέπει να αντιπαλέσει το παρακμάζον κλίμα που αντικαθιστά την θεατρική τέχνη από την έννοια της επιχείρησης ως υπαλληλικό και καταναλωτικό προϊόν. Ο κριτικός αποτελεί αυθεντική στόφα πνευματικού ανθρώπου με αμιγώς καλλιτεχνικές ανησυχίες. Δεν είναι τεχνοκράτης και υλιστής αλλά ο κοινωνικοποιημένος στοχαστής - ερευνητής που ανήκει εντός της κοινωνίας και που καλείται να την ερμηνεύσει μέσα από το καλλιτεχνικό μανδύα του θεάτρου. Συνάμα, είναι και άνθρωπος της σκέψης, της περισυλλογής που αγαπά το βιβλίο.
Ταυτόχρονα, ο κριτικός θεάτρου έχει το θάρρος της γνώμης του και δεν αφήνει αυταπάτες στο κοινό και τον καλλιτέχνη. Για αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα πλήγματα της θεατρικής τέχνης και συντελεί στην ελευθερία της ίδιας, στην απαλλαγή της δηλαδή από συμφεροντολογικούς και ιδιοτελείς παράγοντες. Εν ολίγοις, ο κριτικός καλείται να προστατεύσει την τέχνη του υπηρετώντας τα πραγματικά, καλλιτεχνικά της συμφέροντα και να καταπολεμήσει με τον δυναμικό του λόγο την αλλοτρίωση του αισθητικού αντικειμένου. Με την σειρά τους, αυτά είναι περίπλοκα ζητήματα και προϋποθέτουν κάτι βαθύτερο καθώς σχετίζονται με την ηθικότητα, την ανιδιοτέλεια και εντιμότητα. Ο κριτικός, επομένως, δεν διαλέγει εύκολα μονοπάτια και δεν συμπορεύεται με μία κοινωνία που συνδέει την αναρρίχηση με την ανειλικρίνεια και την διπλωματικότητα. Η πνευματική του φυσιογνωμία δεν έγκειται μόνο ως προς το γεγονός ότι ανήκει στην οικογένεια της καλλιτεχνίας αλλά και ως προς το ότι η δεοντολογία του επαγγέλματός του απαιτεί την κατοχή ενός συνόλου από αντιλήψεις και αρχές για το καλό και το κακό οι οποίες ορίζουν την συμπεριφορά του θεατρικού προσώπου και της καλλιτεχνικής ομάδας στην προκείμενη περίπτωση.
Ο κριτικός, επομένως, βρίσκεται απέναντι στις υλιστικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν αφενός το σημερινό θέατρο και αφετέρου την σύγχρονη κοινωνία (καθώς η θεατρική τέχνη αποτελεί μίμηση της πραγματικής ζωής όπως υποστήριζε και ο Αριστοτέλης). Η γενικότερη παρακμή της θεατρικής τέχνης (από άποψη κατανάλωσης, εμπορευματοποίησης, προχειρότητας, ερασιτεχνισμού, έλλειψης οραμάτων και προβληματικού διαλόγου μεταξύ των θεατρικών φορέων) είναι το αντικειμενικό συμπέρασμα που έρχεται ως απόρροια της αυτογνωσίας και όχι της υποκειμενικής κριτικής. Δυστυχώς, το σύγχρονο Ελληνικό θέατρο χαρακτηρίζεται πάγια από προδοσίες και ανταγωνιστικές τάσεις. Η ύπαρξη, όμως, αυτής της κρίσης δεν ταυτίζεται και με αποδοχή της. Ο κριτικός δεν αποδέχεται την κατάσταση ως μη ανατρέψιμη. Μάχεται για το καλύτερο και προσπαθεί να θεραπεύσει την «παρα-καλλιτεχνία» που ταλανίζει και υποβαθμίζει τον δέοντα σκοπό και χαρακτήρα του θεάτρου. Είναι ένας αγωνιστής που δεν εθελοτυφλεί και ως εκ τούτου αναφέρει, περιγράφει τις καταστάσεις ως έχουν.
Ειδικότερα, οραματίζεται και αναζητάει το θέατρο να αλλάξει σελίδα. Έχει θέση σε αυτή την ριζοσπαστική θέση μεταρρύθμισης. Είναι και αυτός ένας δημιουργός, ένας καλλιτέχνης κατά κάποιον τρόπο, διότι κρίνει μέσα από ένα κείμενο που δημιουργεί ο ίδιος. Υπάρχει, επομένως, και μία λογοτεχνική όψη στην κριτική. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι ο κριτικός λόγος χαρακτηρίζεται πολύ συχνά από ποιητική και μεταφορική χρήση της γλώσσας μέσα στο αίτημα δημιουργίας προσωπικού ύφους και κατ’ επέκταση κριτικής ταυτότητας που αναζητείται. Ο κορμός και η σπονδυλική στήλη της θεατρικής κριτικής είναι η επιστημονική φυσιογνωμία του κριτικού δοκιμίου και η επίκληση στην λογική συνιστά το επικοινωνιακό πλαίσιο. Αυτό, όμως, δεν παραγκωνίζει την επίκληση και το συναίσθημα, γιατί ο κριτικός πρέπει να πείσει να τον διαβάσουν, οφείλει να δημιουργήσει κατά τέτοιον τρόπο το κείμενό του ούτως ώστε να αποτελέσει θέλγητρο για τον αναγνώστη του.
Ανεξάρτητα, όμως, από το ύφος που θα καθιερώσει και τον τρόπο έκφρασής του ο κριτικός πρέπει να είναι αγέρωχος, η παρέμβαση του δυναμική, ο λόγος του ξεκάθαρος. Αυτά αποτελούν σημαντικότατα χαρακτηριστικά για τον ίδιο. Το θέατρο στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα κύμα προβλημάτων αλλά αυτό δεν ισούται και με αδυναμία υπερκερασμού των ίδιων. Ο κριτικός, όντας στη θέση της αξιολόγησης ορίζει τις λύσεις. Δεν χαρακτηρίζεται από πάγιες αρνήσεις αλλά δίνει και προτάσεις. Εάν ακολουθήσει μόνο το πρώτο θα μετατραπεί σε μία στερεότυπη φιγούρα και καταληκτικά θα γελοιοποιηθεί. Ανάμεσα, λοιπόν, στις προτάσεις του φανερώνει όσα η τέχνη χρειάζεται για να αναδειχθεί ύψιστη αρετή. Για αυτόν τον λόγο, οφείλει να διευκρινίσει ότι το σύγχρονο Ελληνικό θέατρο χρίζει οπωσδήποτε αυτόνομους, αυτοδιοικούμενους, επιχορηγούμενους οργανισμούς από την πολιτεία. Και χωρίς ιεραρχικό παρεμβατισμό και ιδιωτική ανευθυνότητα, προχειρότητα. Είναι εκείνος που θα διευκρινίσει τα προβλήματα όλων των σκηνών, για να βοηθήσει στην ύπαρξη άλλων ή στον μετασχηματισμό των ίδιων. Ζητούμενο είναι η άνθιση του θεάτρου του τόπου μας από φρέσκους οργανισμούς, πιο καθαρόαιμους, αυθεντικούς και εξευγενισμένους που θα υπηρετούν την τέχνη και μόνο.
Επομένως, ο κριτικός δεν αποδέχεται την εμπορευματοποίηση και την κρατικοποίηση του θεάτρου ως αναπόφευκτη κατάσταση. Είναι ανήσυχος, αγαπά την τέχνη του και την προασπίζεται δυναμικά. Ως εκ τούτου, δεν κλείνει δρόμους για τους νέους αλλά τους διδάσκει, διευρύνει ορίζοντες και συστήνει τακτικές. Συμβουλεύει για να εμπνεύσει τις μικρότερες θεατρικές σκηνές και για να τις βοηθήσει να αντισταθούν στην παραθεατρική και αντικαλλιτεχνική έννοια της ελιτίστικης θεατρικής σκηνής. Ο θεατρικός κριτικός βρίσκεται δίπλα στους νέους με τα όνειρα και τα οράματα. Γνωρίζει ότι εάν και εφόσον πλασθούν αυτοί καλά, έχει δημιουργηθεί νομοτελειακά ένα ποιοτικότερο θεατρικό μέλλον. Η έστω και αρνητική του κριτική για τους νέους δεν διαψεύδει, δεν προσγειώνει αλλά συμβουλεύει και καθοδηγεί. Για αυτόν το λόγο, άλλωστε, είναι σημαντικότατο το ήπιο, καθοδηγητικό ύφος σε αντίθεση με το επιβλητικό, αυθαίρετο και απολυταρχικό που αγαπάει το «μην» και την προστακτική έγκλιση. Ο κριτικός έχει το θάρρος να ρισκάρει αναλύοντας νέους καλλιτέχνες. Το ρίσκο έγκειται στο γεγονός ότι ο ίδιος δεν εκφράζεται εκ του ασφαλούς καθώς η ιστορία και το μέλλον του νέου καλλιτέχνη μπορεί να τον διαψεύσουν. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που μεγάλοι κριτικοί του θεάτρου ανακάλυψαν τα μεγάλα ταλέντα, όντας ακόμα στα πρώιμα τους βήματα και έγραψαν τις πρώτες κριτικές για καλλιτέχνες που έμελλε αργότερα να γίνουν γνωστοί, σπουδαίοι για το ευρύ κοινό και να χαράξουν την δική τους πορεία στην ιστορία του Ελληνικού θεάτρου.
Κατανοείται, επομένως, ότι η θεατρική κριτική είναι ένας τεράστιος κόσμος που δεν καλείται να αξιολογήσει μόνο το σκηνικό αποτέλεσμα ή/ και την διαδικασία. Αυτός είναι ο παραδοσιακός στόχος και καθήκον της που σήμερα- ναι μεν εξακολουθεί να υπάρχει- αλλά συνάμα έχει γνωρίσει και προεκτάσεις. Ο κριτικός, πλέον, οφείλει να αξιολογήσει και εάν χρειαστεί να στηλιτεύσει τον ευρύτερο, προβληματικό κόσμο του θεάτρου, όλους όσοι αποτελούν εχθροί για την τέχνη του. Αξιοποιεί τον λόγο του για να ορίσει τις αλήθειες τις οποίες όλοι ξέρουν αλλά λόγω συμφερόντων ή δειλίας κάνουν ότι δεν τις βλέπουν εθελοτυφλώντας: Το σύγχρονο Ελληνικό θέατρο με τα χαρακτηριστικά που έχει είναι παρακμιακό διότι υπονομεύει εν πολλοίς τον δέοντα χαρακτήρα και την πραγματική αποστολή του θεάτρου που είναι και ιερατική (όπως υποστήριζε λόγου χάριν ο Κάρολος Κουν). Ο διάλογος των ανθρώπων του θεάτρου χαρακτηρίζεται από μελανά σημεία και από έλλειψη γόνιμης επικοινωνίας και διαλόγου. Η ταμπέλα και η βεντέτα έχει αλλοτριώσει την εξευγενισμένη μορφή και το ουσιαστικό περιεχόμενο του πραγματικού καλλιτέχνη. Επομένως, είτε πρέπει να απαλειφθούν τα προαναφερόμενα είτε να μετασχηματισθούν.
Ως εκ τούτου, ο κριτικός δεν είναι τυχαίος. Χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και αληθινή αγάπη για το αντικείμενο του θεάτρου. Είναι οξυδερκής ως ειδικός εκ των θεατών που βλέπει περισσότερα μέσω της παρατηρητικής και επιστημονικής ματιάς. Διακρίνεται από πολυμάθεια με βαθιά γνώση των αρχέτυπων, κλασσικών έργων. Είναι ώριμος με ιδιαίτερες ικανότητες πνευματικού χαρακτήρα. Κατέχει δυνατότητες μεθοδολογικού τύπου και είναι ικανός να δομεί το περιεχόμενο και την μορφή του, ούτως ώστε να γίνεται κατανοητός. Ως εκ τούτου, διακρίνεται από ευφράδεια και ευγλωττία. Μεταξύ όλων, λοιπόν, υπάρχει και ένα καθαρά φιλολογικό υπόβαθρο που πρέπει και αυτό να είναι καλλιεργημένο, ανεπτυγμένο.
Φυσικά, για όλα αυτά προϋποτίθεται ένας δυναμικός χαρακτήρας και αγέρωχη προσωπικότητα. Η κριτική είναι μία συνεχόμενη πάλη και στίβος, ένας συνεχόμενος πρωταθλητισμός. Ο κριτικός γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πολλοί θα τον αντιμετωπίσουν με καχυποψία λόγω του καιροσκοπισμού και του οπορτουνισμού που χαρακτηρίζει πολλές φορές αυτόν τον χώρο. Ως εκ τούτου, ο κριτικός μεταξύ άλλων οφείλει να ασκήσει κριτική σε όσους συναδέλφους του δεν τιμούν το λειτούργημα της θεατρικής αξιολόγησης και κριτικής ανάλυσης παράστασης αλλά υπηρετούν το συμφέρον. Μόνο τότε θα βγάλει και ίδιος από πάνω του την ταμπέλα του καλοπληρωτή κριτικού. Ο επαρκής κριτικός οφείλει να ασκήσει κριτική στον προπαγανδιστή που καθοδηγείται βάσει της γραμμής της εφημερίδας και όχι της συνείδησής του διότι αυτός δεν είναι κριτικός αλλά ρουσφετολόγος. Υπάρχει και αυτή η όψη την οποία οφείλει να καταδείξει και να μην παραλείψει. Γιατί εντέλει ο διάλογος των θεατρικών φορέων είναι τόσο προβληματικός λόγω αμοιβαίων σφαλμάτων (καλλιτεχνικών και θεωρητικών).
Στην κριτική θεάτρου, λοιπόν, δεν λαμβάνουν χώρα οποιοιδήποτε αλλά όσοι δεν σκύβουν, δεν πτοούνται, δεν θλίβονται, δεν λυγίζουν, δεν δακρύζουν˙ όσοι χαρακτηρίζονται από ευφυή λόγο, σκέψη και αντιμετωπίζουν με ευλυγισία και καλοπροαίρετη αξιολόγηση όλους όσοι βρίσκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο πεδίο του. Ο κριτικός θεάτρου δεν εθελοτυφλεί, δεν χαϊδολογεί, δεν θριαμβολογεί αλλά και δεν αδικεί, δεν υβρίζει, δεν προσβάλει, δεν μειώνει προσωπικά και ηθικά. Αντί αυτών αποδεικνύει και τεκμηριώνει είτε θέλει να εκφράσει θετικές είτε αρνητικές πεποιθήσεις.
Έχει χρέος να μην αγνοεί τα προβλήματα που σίγουρα υπάρχουν και να μην κρύβει τις ατέλειες των φορέων, θιασαρχών, συντελεστών και ερμηνευτών, να μην δίνει άλλοθι πίσω από την ταμπέλα του λεγόμενου σοβαρού οργανισμού διότι και αυτός τελικά μπορεί να χαρακτηρίζεται από πάθη και ατέλειες. Ο κριτικός, εάν και εφόσον τηρεί την δεοντολογία, καθήκον και στόχους του αντικειμένου του, έχει την ευθύνη των λεγομένων του, των πράξεών του και για αυτό δεν φοβάται να εκτεθεί. Η κριτική, επομένως, είναι υποχρεωμένη να σταθεί σε αυτές τις συνθήκες, καταλογίζοντάς τες αλλά και να επαινέσει όταν υπερκεραστούν οι δυσκολίες (είτε όλες είτε ορισμένες).
Επομένως, και ο κριτικός θεάτρου αλλάζει, εξελίσσεται ανά τους καιρούς. Η θεωρία θεατρικής κριτικής δεν είναι μία και πάγια. Ο κριτικός διαμορφώνεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ορίζει κάθε φορά η κοινωνία στην οποία ζει. Δεν είναι αυτόφωτος και ανεξάρτητος. Άλλωστε αυτό αποδεικνύει και η ίδια η ιστορία του θεάτρου. Κάποτε οι θεατρικοί κριτικοί ήταν προσκολλημένοι στο κείμενο λόγω της στενής σχέσης του θεατρικού πεδίου με την φιλολογία και λογοτεχνική κριτική, ύστερα ξεθάφτηκε η αξιολόγηση και της παράστασης. Σήμερα, όμως, στον κριτικό τίθενται ακόμα περισσότερα χρέη˙ οφείλει να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα αλλά και να διευκρινίσει την τέχνη του, γιατί δυστυχώς δεν είναι αυτονόητη η ταυτότητα, το περιεχόμενο και ο ρόλος της. Σε αυτό έχει συμβάλει η παραθεατρική φιλολογία, η ανταγωνιστική σχέση του κριτικού με τον καλλιτέχνη, οι υβριστικές προστριβές των ίδιων των κριτικών, η διαστρέβλωση του κριτικού λόγου από τους θιασάρχες, η αντικατάσταση των κριτικών από την αυτο-αξιολόγηση των καλλιτεχνών και του συγγραφέα, η μετατροπή του καλλιτέχνη σε καταναλωτικό προϊόν, η αλλοτρίωση που έχουν προκαλέσει στην θεατρική κριτική τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η αθέμιτη εκμετάλλευση του κοινού από τον θιασάρχη, η ανικανότητα των κρατικών και ιδιωτικών σκηνών.
Όλα αυτά, αποτελούν προβλήματα της θεατρικής εξέλιξης στον τόπο μας και συνάμα της θεατρικής κριτικής που είναι σύμφυτη με την ιστορία του Νεοελληνικού θεάτρου και τον τύπο. Κατανοείται, επομένως, η περιπλοκότητα του ζητήματος και οι απαιτήσεις αυτού που επιδιώκει να εισαχθεί ή να εξελιχθεί ουσιαστικά στην θεατρική κριτική. Τα εμπόδια δυσοίωνα, το ζήτημα περίπλοκο, οι όροι και προϋποθέσεις πολλές. Άραγε ο κριτικός θα μπορέσει να εξασφαλίσει την επιδιωκόμενη μεσότητα και ισορροπία για να μπορέσει με τον λόγο του να θεραπεύσει όσα ταλανίζουν το θέατρο του σήμερα; Άραγε θα μπορέσει να γίνει ο άνθρωπος του πνεύματος και της σκέψης που έχει απαλλαχθεί από την κακοτεχνία του υλισμού; Αυτό, νομίζω, ότι είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα για το θέατρο της εποχής μας… νέοι, μεγάλοι θεωρητικοί του πνεύματος και της τέχνης!
Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα Συγγραφέως:
Η Καραγιαννοπούλου Ευθυμία είναι θεατρολόγος - θεωρητικός θεάτρου, θεατροπαιδαγωγός (με πιστοποίηση παιδαγωγικής επάρκειας) και μονωδός (φωνή: υψίφωνος - spinto soprano). Είναι κεντρική αναλύτρια για το θέατρο και τις τέχνες στην ραδιοφωνική εκπομπή Θεατρογραφίες του web radio Syzefxi. Εργάζεται ως θεατρολόγος και εμψυχώτρια θεατροπαιδαγωγικών εργαστηρίων στο Ίδρυμα Μουσικής & Εικαστικών Τεχνών Βασίλη & Μαρίνας Θεοχαράκη και ως θεατροπαιδαγωγός στο Ιδιωτικό Νηπιαγωγείο Be Kids. Έλαβε το πτυχίο της (πρώτη από το έτος της) από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών στο Ναύπλιο. Με υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) έλαβε δύο μεταπτυχιακούς τίτλους: Ιστορίας της Φιλοσοφίας & των Ιδεών από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Ελληνικού & Παγκόσμιου Θεάτρου: Δραματουργία & Παράσταση του ιδίου ιδρύματος. Ακαδημαϊκές εργασίες της έχουν δημοσιευτεί στο Αποθετήριο της Περγάμου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, στο LifeSteps και στο The Greek Play Project. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στην δεοντολογία της θεατρικής κριτικής, στην αρχαία ελληνική τραγωδία, την σχέση της με την φιλοσοφία και την αξιοποίηση του αρχαίου δράματος στην Παιδαγωγική του Θεάτρου μέσω αρχαιόθεμων εκπαιδευτικών εργαστηρίων για παιδιά και εφήβους. Έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα για το αρχαίο ελληνικό θέατρο στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard. Επιπλέον, έχει εργαστεί ως Θεατρολόγος δίνοντας θεωρητικές διαλέξεις σε σχέση με την ιστορία και δραματολογία του Αρχαίου και Ευρωπαϊκού Θεάτρου, ως Θεατροπαιδαγωγός σε παιδιά, εφήβους και ως λυρική τραγουδίστρια (υψίφωνος).
Αφήστε μια απάντηση